Αμίλητη και με σκυμμένο το κεφάλι, έφυγε χθες λίγο τις 9 το βράδυ από τα δικαστήρια της πρώην σχολής Ευελπίδων η 33χρονη Ρούλα Πισπιρίγκου, προσωρινά κρατούμενη πλέον για τη βαριά κατηγορία που τη θέλει να έχει δολοφονήσει την κόρη της Τζωρτζίνα με κεταμίνη, μέσα σε θάλαμο του νοσοκομείου Παίδων «Αγλαΐα Κυριακού» στις 29 Ιανουαρίου του 2022.
Η 33χρονη γυναίκα αρνήθηκε σε κάθε τόνο την κατηγορία που αντιμετωπίζει και βγαίνοντας από το ανακριτικό γραφείο δεν θέλησε να απαντήσει σε καμία ερώτηση των δημοσιογράφων. Συνοδεία ισχυρής αστυνομικής δύναμης, οδηγήθηκε στη ΓΑΔΑ και από εκεί σήμερα αναμένεται να πάρει το δρόμο για τις φυλακές. Νωρίς χθες το μεσημέρι κατά την είσοδό της στα δικαστήρια της πρώην σχολής Ευελπίδων συγκεντρωμένοι την αποδοκίμασαν έντονα.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της απολογίας της ενώπιον της 18ης ανακρίτριας, η 33χρονη, ήταν, σύμφωνα με πληροφορίες, ψύχραιμη αλλά και συνειδητοποιημένη. Όλες οι απαντήσεις που έδινε στα πολλαπλά ερωτήματα που της τέθηκαν από την ανακρίτρια σχετικά με το θάνατο της 9χρονης κόρης της κινούνταν στην γραμμή της άρνησης της κατηγορίας.
Αντίθετα, η ίδια απέδωσε το θάνατο του παιδιού της σε «ανθρώπινο λάθος, χωρίς κάτι τέτοιο να έχει καταγραφεί». Όπως υποστήριξε την ώρα που οι γιατροί προσπαθούσαν να κρατήσουν στη ζωή το παιδί της, και ενώ στην ίδια είχαν ζητήσει να αποχωρήσει από το δωμάτιο, «είναι εξαιρετικά πιθανό να χορηγήθηκε αυτή η ουσία στην Τζωρτζίνα από ιατρικό λάθος, υπό την πίεση της κατάσταση που είχε δημιουργηθεί». Σε διαφορετική περίπτωση – ανέφερε η κατηγορουμένη – «μου είναι αδύνατον να σκεφτώ τι θα μπορούσε να έχει γίνει και δεν μπορώ να σκεφτώ άλλη εκδοχή». Μάλιστα, η 33χρονη μητέρα δήλωσε ότι επιφυλάσσεται παντός νομίμου δικαιώματός της, έναντι όσων την κατέστησαν κατηγορούμενη «στα μάτια όλης της κοινωνίας, προφανώς για να συγκαλύψουν τις δικές τους ευθύνες».
Η Ρούλα Πισπιρίγκου υποστήριξε ακόμη ότι θα συνεχίσει τις προσπάθειες για να έρθει στο φως το πώς βρέθηκε η τοξική ουσία στο αίμα του παιδιού της και στο πλαίσιο αυτό υπέβαλλε διπλό αίτημα στην ανακρίτρια: 1ον) ζήτησε να της απαντηθεί εγγράφως εάν την τελευταία τριετία η ΜΕΘ του νοσοκομείου Παίδων «Αγλαΐα Κυριακού» έχει προμηθευτεί την ουσία κεταμίνη και 2ον), ζήτησε να πληροφορηθεί εάν τηρείται αρχείο των προσώπων που λαμβάνουν ποσότητα της συγκεκριμένης ουσίας -και, σε περίπτωση θετικής απόκρισης – εάν το χρονικό διάστημα 27-29/1/2022 έχει ληφθεί από το φαρμακείο του νοσοκομείου ποσότητα της ουσίας.
Σε ό,τι αφορά στις κρίσιμα λεπτά που έλαβε χώρα το τελευταίο θανατηφόρο επεισόδιο της κόρης της, η 33χρονη ανέφερε χθες ενώπιον της ανακρίτριας τα εξής: «Σύμφωνα με τις καταθέσεις των γιατρών, ο χρόνος επίδρασης φαρμακευτικής ουσίας κεταμίνη είναι από 1 έως 20 λεπτά, ανάλογα με τον τρόπο χορήγησης. Πάντα με βάση τις ίδιες καταθέσεις, από εμένα ζητήθηκε να εξέλθω του δωματίου στο οποίο γινόταν προσπάθειες ανάνηψης του παιδιού μου, άμεσα με την έλευση των γιατρών της ΜΕΘ, που αναφέρεται σε χρόνο τριών λεπτών από την ενημέρωση που έκανα στη νοσηλεύτρια. Οι ανωτέρω γιατροί τοποθετούν χρονικά τον θάνατο του παιδιού μου στις 14.30, οπότε προσδιορίζουν τα κρίσιμα 20 λεπτά στο χρονικό διάστημα μεταξύ 14.10-14.30, δηλαδή σε χρόνο που δίπλα στο παιδί μου βρισκόμουν εγώ». Ωστόσο, όπως υποστήριξε η κατηγορουμένη, από τα δυο καρδιογραφήματα που της εστάλησαν μέσω sms από τον παιδοκαρδιολόγο στις 15.10 καταγράφεται μηχανικά το γεγονός ότι η Τζωρτζίνα ήταν ακόμη ζωντανή, γιατί «φαίνεται να λειτουργεί ο απινιδωτής με τη βηματοδότική του λειτουργία με ηλεκτρική ανταπόκριση της καρδιάς του παιδιού». Μάλιστα, το δεύτερο καρδιογράφημα – όπως υποστήριξε η 33χρονη – καταγράφηκε στις 15:35 και σε αυτό «καταγράφονται μόνο τα μηχανικά σήματα του βηματοδότη». Άρα, – συνέχισε η κατηγορουμένη – «το κρίσιμο εικοσάλεπτο, εντός του οποίου φέρεται να χρειάζεται αυτή η ουσία για να προκαλέσει τον θάνατο, τότε η χορήγησή της έχει γίνει περίπου στις 14.50, δηλαδή σε χρόνο που από εμένα έχει ζητηθεί η αποχώρησή μου από το δωμάτιο, εντός του οποίου παρέμειναν μόνο γιατροί και νοσηλευτές».
«Ήταν η αδυναμία μου»
«Εγώ δεν είχε ούτε έχω στην κατοχή μου τέτοια φαρμακευτική ουσία ούτε θα μπορούσα να την προμηθευτώ» επισήμανε ακόμη κατά την απολογία της η 33χρονη για να προσθέσει: «Η συγκεκριμένη ουσία δεν διατίθεται σε φαρμακεία και διακινείται αποκλειστικά από τους αρμόδιους κρατικούς φορείς σε αυστηρά περιορισμένο πλαίσιο, μόνο σε δυο χρήσεις, μία από τις οποίες είναι η Παιδοχειρουργική». «Άρα»- ισχυρίστηκε – «είναι προφανές ότι στο συγκεκριμένο παιδιατρικό νοσηλευτικό ίδρυμα η σχετική ουσία υπάρχει και υπήρχε κατά την ημερομηνία θανάτου του παιδιού μου».
Επαναλαμβάνοντας πολλές φορές ότι δεν έχει καμία σχέση με την κατηγορία που της απαγγέλθηκε, η Ρούλα Πισπιρίγκου, δήλωσε ακόμη «ότι δεν υπάρχει ούτε μία περίπτωση» να χάσει την παραμικρή ευκαιρία για να διακηρύξει την αθωότητά της «για την κατάφωρα άδικη, πρωτάκουστή, εξωπραγματική και επονείδιστη» κατηγορία που της προσάπτει η Δικαιοσύνη. «Για το λόγο αυτό θα εμφανιστώ αυτοπροσώπως όποτε κληθώ έως ότου τελικά δικαιωθώ και απαλλαγώ από την κατάφωρη αδικία που με βαραίνει» επισήμανε με το υπόμνημά της και μιλώντας για τη Τζωρτζίνα ανέφερε πως ήταν το πρώτο της παιδί και αποτελούσε την μεγάλη της αδυναμία.
«Ο θάνατος της Τζωρτζίνας που ακολούθησε τα τραγικά περιστατικά που είχαν λάβει χώρα σε βάρος των δύο άλλων παιδιών τα οποία είχαν νωρίτερα χάσει τη ζωή τους από άλλες αιτίες, ήρθε ως τελειωτικό χτύπημα για μένα, ενώ αποτελούσε και το τελειωτικό χτύπημα σε βάρος της οικογένειάς μου, η ενότητα της οποίας άρχισε μετά από τα ανωτέρω τραγικά γεγονότα να κλυδωνίζεται μέχρι σημείου να έχει σήμερα σχεδόν διαλυθεί οριστικά» υπογραμμίζει στο απολογητικό της υπόμνημα η 33χρονη και σημείωσε πως «καμία μητέρα δε μπορεί να κάνει κακό στο παιδί της» ούτε και η ίδια θα μπορούσε.
Οι ερωτήσεις τις ανακρίτριας
Η νεαρή γυναίκα απολογούνταν για περίπου πέντε ώρες και κατά βάση απαντούσε στις ερωτήσεις που της έθετε η ανακρίτρια. Καταρχάς ρωτήθηκε για το τί ακριβώς εννοούσε στις 28 Ιανουαρίου, μία ημέρα πριν η 9χρονη κόρη της πεθάνει, λέγοντας στους γιατρούς πως «αυτά τα επεισόδια που είδατε δεν είναι τίποτα» και ότι η μικρή «το μεγάλο επεισόδιο δεν το έχει κάνει ακόμα». Η 33χρονη φέρεται να απάντησε στην ανακρίτρια πως τα λόγια της αυτά ήταν ένα «καμπανάκι» προς τους γιατρούς να έχουν τεταμένη την προσοχή τους, διότι από προηγούμενα περιστατικά γνώριζε ότι το παιδί της έκανε τρία επεισόδια με ταχυκαρδίες και μία βραδυκαρδία.
Ακόμη, η 33χρονη ρωτήθηκε, σύμφωνα με πληροφορίες, από την ανακρίτρια για τις ερωτήσεις που έκανε σε νοσηλευτή για τον εάν υπήρχαν κάμερες στο νοσοκομείο. Για το θέμα αυτό φέρεται να απάντησε πως έκανε αυτή την ερώτηση γιατί είχε σημειωθεί μια κλοπή και ήθελε να είναι σίγουρη για τα προσωπικά της αντικείμενα.
Επιπλέον, στο πλαίσιο της απολογίας της η κατηγορούμενη επιχείρησε να δικαιολογήσει την ψύχραιμη και αποστασιοποιημένη στάση της όλο αυτό τον καιρό στην ανακρίτρια: «Ήδη είχα χάσει δύο παιδιά…», είπε. Επίσης, αναφορικά με το μονόκλινο δωμάτιο που φέρεται να ζήτησε, τόνισε ότι το αίτημα της αυτό δεν σημαίνει κάτι, διότι όπως φέρεται να υποστήριξε, αυτό το δωμάτιο θα το είχε ούτως ή άλλως λόγω της τετραπληγίας της κόρης της.
Ρωτήθηκε, μάλιστα, και για τα άλλα δυο παιδιά που έφυγαν από τη ζωή, τη Μαλένα και την Ίριδα και φέρεται να επικαλέστηκε τις ιατροδικαστικές εκθέσεις που δεν έδειξαν εγκληματική ενέργεια. Ειδικά για την περίπτωση της Μαλένας τόνισε πως είχε υποβάλλει μήνυση για το θάνατό της. Χαρακτηριστικά επί αυτού του θέματος, οι πληροφορίες αναφέρουν ότι η 33χρονη είπε στην απολογία της: «Αν ήμουν ένοχη θα επεδίωκα έρευνα από τη Δικαιοσύνη;».
Από την απολογία της Ρούλας Πισπιρίγκου δεν έλειψε και η αναφορά της στον σύζυγό της Μάνο Δασκαλάκη. Η κατηγορούμενη περιέγραψε τη σχέση της μαζί του και φέρεται να μην άφησε καμία αιχμή για τον εν διαστάσει σύζυγό της, ο οποίος αμέσως μετά τη σύλληψή της έχει διαχωρίσει τη θέση του και φέρεται αποφασισμένος να δηλώσει στην ανάκριση παράσταση πολιτικής αγωγής.