Ηταν Πέμπτη 19 Οκτωβρίου 1944 όταν οι καμπάνες των εκκλησιών και οι σειρήνες των εργοστασίων του Βόλου σήμαναν χαρμόσυνα το τέλος της Κατοχής. Επί τριάμισι χρόνια οι Ιταλοί και οι Γερμανοί κατακτητές, βοηθούμενοι από τους ντόπιους συνεργάτες τους, γερμανοτσολιάδες και δωσίλογους, εκφόβιζαν, φυλάκιζαν, βασάνιζαν, τραυμάτιζαν και εκτελούσαν βολιώτες και πηλιορείτες πατριώτες, άνδρες και γυναίκες, μέλη της Αντίστασης αλλά και άμαχο πληθυσμό. Μακρύς είναι ο κατάλογος των θυμάτων της φασιστικής και ναζιστικής θηριωδίας στην περιοχή μας.
Πολλά επίσης τα χωριά και οι κωμοπόλεις του Πηλίου και του κάμπου που λεηλατήθηκαν, κάηκαν ή ερημώθηκαν από τους κατακτητές, όπως η Δράκεια, οι Μηλιές, η Κερασιά, η Νέα Αγχίαλος, ο Πλάτανος Αλμυρού κ.ά.
Χάρη στις νικηφόρες μάχες του 54ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ στην Πορταριά-Αλυκόπετρα (10 Οκτωβρίου), στον Κάκκαβο (12, 15 και 17 Οκτωβρίου) και στην Αγριά (15 Οκτωβρίου), οι Γερμανοί απέτυχαν να διαφύγουν προς τη Λάρισα και παγιδεύτηκαν μέσα στον Βόλο. Οι νίκες αυτές των ανταρτών του 54ου ξεσήκωσαν κύμα ενθουσιασμού στον λαό της πόλης και προκάλεσαν εκδηλώσεις περηφάνιας και συμπαράστασης. Είχε προηγηθεί επίσης, το μεσημέρι της 13ης Οκτωβρίου, η αιφνιδιαστική επιδρομή και ο βομβαρδισμός των γερμανικών πλοίων στο λιμάνι του Βόλου από τα συμμαχικά αεροπλάνα, με αποτέλεσμα την καταστροφή των μισών τουλάχιστον εχθρικών πλοίων και μεγάλων ποσοτήτων πολεμικού υλικού.
Η τελευταία πράξη διαδραματίστηκε στον Κάκκαβο στις 18 Οκτωβρίου. Όπως γράφει έναν χρόνο μετά ένας από τους πρωταγωνιστές, ο Γρηγόρης Ρέντης, «από το πρωί της 18.10.44 οι Γερμανοί ετοιμάζονται να περάσουν για τη Λάρισα, συγκεντρώνοντας τις δυνάμεις τους στο Καπακλή. Στις 10 αρχίζει προπαρασκευή του εχθρικού πυροβολικού κατά των θέσεων των ανταρτών, στα υψώματα Κάκκαβου και Μπραμοράχης. Το αντάρτικο πυροβολικό σκορπίζει τα πρώτα τμήματα της γερμανικής φάλαγγας που έφτασαν στη γέφυρα του Ξηριά […] Ο αντάρτικος φραγμός των αυτόματων όπλων, μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα, την αφανίζει κυριολεκτικά». Όσες προσπάθειες κι αν έκαναν μέχρι το απόγευμα οι Γερμανοί απέτυχαν. Πανικόβλητοι έτρεχαν μέσα στα χωράφια όπου συνεχίστηκε το ανθρωποκυνηγητό. Ήταν η σημαντικότερη από τις μάχες που δόθηκαν στη συγκεκριμένη θέση, με μεγάλες απώλειες για τον εχθρό.
Έτσι, οι τελευταίοι Γερμανοί, περίπου 3000 άνδρες, θα εγκαταλείψουν τον Βόλο την επόμενη μέρα, στις 19 Οκτωβρίου, εκκενώνοντας όλα τα κτήρια που είχαν επιτάξει. Την ίδια μέρα άνδρες του 54ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ μπαίνουν στην πόλη. Οι αφηγήσεις των Βολιωτών που έζησαν εκείνη τη μέρα είναι πραγματικά συγκλονιστικές. Ο λαός του Βόλου υποδέχεται τους αγωνιστές και ελευθερωτές του με ξέφρενο ενθουσιασμό, αγκαλιές, γέλια και δάκρυα χαράς και συγκίνησης.
Η πόλη φωταγωγείται και ζει τις πρώτες στιγμές της λευτεριάς της. «Ακούγαμε Ελευθερία, Ελευθερία, κι εγώ, μικρό παιδί, την φανταζόμουν σαν μία χαμογελαστή και λαμπερή κοπέλα!», θυμάται ο εννιάχρονος τότε Δημήτρης Κωνσταντάρας, ο αεικίνητος και ορμητικός, ο αγαπημένος μου δάσκαλος. «Κατέβαινε όλος ο κόσμος κάτω, στην παραλία, ενωνόμασταν σαν ποτάμια και κυλούσαμε μέσα σε γέλια και χαρές», θα πει ο βολιώτης Παύλος Κορομηλής σε συνέντευξή του. Οι καλλιτέχνες της πόλης έβγαιναν στους δρόμους, έπαιζαν μουσική, τραγουδούσαν και χόρευαν. Από τον συνοικισμό των προσφύγων, από τις βόρειες και ανατολικές συνοικίες της πόλης, ο κόσμος συνέρρεε αυθόρμητα στο κέντρο και στην παραλία πανηγυρίζοντας για τη μέρα της απελευθέρωσης, που θα άνοιγε μια νέα σελίδα στις ζωές τους, όπως πίστευαν.
Η μεγάλη πανηγυρική συγκέντρωση πραγματοποιήθηκε στην πλατεία Ελευθερίας, στο κέντρο της πόλης, στον εμβληματικό αυτό χώρο-μνημείο της ναζιστικής βαρβαρότητας. Στη συγκέντρωση μίλησαν εκπρόσωποι του ΕΑΜ Βόλου (Γιάννης Χριστοδουλίδης), του ΕΑΜ Θεσσαλίας (Κώστας Καραγιώργης) του 54ου Συντάγματος (Πέτρος Πηλιορείτης), ο στρατηγός Δημήτρης Ψιάρης κ.ά. Την Κυριακή 22 Οκτωβρίου, στον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Νικολάου, τελέστηκε δοξολογία και μνημόσυνο για τα θύματα της Κατοχής. Τις επόμενες μέρες συγκροτήθηκε το πρώτο Δημοτικό Συμβούλιο του ελεύθερου πια Βόλου, με Δήμαρχο τον γιατρό Ιωάννη Κονταράτο.
Η χαρά και η αισιοδοξία που έφερε η μέρα της απελευθέρωσης δεν θα κρατήσουν, δυστυχώς, πολύ. Αν και ο κόσμος του ΕΑΜ, που είχε έντονη παρουσία στη Μαγνησία στη διάρκεια της Κατοχής, είχε επιλέξει την πολιτική νομιμότητα και είχε αποφασίσει να εμπιστευτεί την κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας μετά τη συμφωνία της Καζέρτας, ο διχασμός και ο εμφύλιος δεν αποφεύχθηκαν. Η τραυματική μνήμη όσων θα ακολουθήσουν αλλά και η εχθρική στάση των μεταπολεμικών κυβερνήσεων απέναντι στο μαζικό αντιστασιακό κίνημα και την ουσιαστική συμβολή του στην απελευθέρωση της χώρας, θα κρατήσουν στην αφάνεια για πολλές δεκαετίες τη μέρα της απελευθέρωσης.
Αγγελική Νικολάου – Πρόεδρος ΣΙΜΕΑ (Σύλλογος Ιστορίας και Μνήμης της Εθνικής Αντίστασης)
Πηγές-Βιβλιογραφία-Φωτογραφίες:
Γρηγόρης Π. Ρέντης, Νίτσα Κολιού, Λάζαρος Αρσενίου, Νίκος Στουρνάρας, Μενέλαος Χαραλαμπίδης, ΓΑΚ Μαγνησίας, Μουσείο της πόλης του Βόλου, προφορικές μαρτυρίες.