Κυριακή, 24 Νοεμβρίου, 2024 18:23
ΕλλάδαΚΟΙΝΩΝΙΑ

Σοκαριστική απολογία του δολοφόνου στα Καλύβια: Τον σκότωσα γιατί μου έκανε μάγια, ένιωσα ανακούφιση






Αντιμέτωπος με τον ανακριτή βρίσκεται σήμερα ο 32χρονος δολοφόνος των Καλυβίων που την προπαραμονή των Χριστουγέννων εκτέλεσε με τρεις σφαίρες τον υπάλληλο του Κέντρου Υγείας για μια διαφωνία στα κοινόχρηστα και την εμμονή ότι το θύμα και η σύζυγος του, του έκαναν μάγια.

Μια ασήμαντη αφορμή που στο μυαλό του δολοφόνου γιγαντώθηκε σε σημείο που να νομίζει ότι έπασχε από λευχαιμία από τα μάγια που του είχαν κάνει, ήταν αυτή που τον έκανε να σηκώσει το πιστόλι των 7,65 χιλιοστών που προμηθεύτηκε από την «μαύρη αγορά» του Μενιδίου για 500 ευρώ και να εκτελέσει τον 60χρονο υπάλληλο Δημήτρη Βρούτση.

Το protothema.gr ξεδιπλώνει την συγκλονιστική κατάθεση του δολοφόνου ο οποίος μετά τη σύλληψη του στην Αλβανία περιέγραψε στους αξιωματικούς του Ανθρωποκτονιών της Ασφάλειας Αττικής το σχέδιο εξόντωσης που κατέστρωσε και εκτέλεσε για να λύσει τις διαφορές που είχε με τον «φανταστικό» του εχθρό με σφαίρες.

Οι διαφορές για τα κοινόχρηστα

Με σπουδές στο Πολιτικό Τμήμα της Νομικής Αθηνών ο 32χρονος μετακόμισε το 2009 με την μητέρα του από το Χαϊδάρι όπου διέμεναν στην πολυκατοικία στο Κορωπί. Στον 1ο όροφο έμενε ο ίδιος και στον 2ο ο Δημήτρης Βρούτσης. Το 2017 κάποιες διαφορές για τα κοινόχρηστα τον έκαναν να βλέπει με άλλο μάτι τον γείτονα του…

Η σύζυγος του θύματος ήταν διαχειρίστρια της πολυκατοικίας και οι διαφορές στα κοινόχρηστα που κατέληξαν σε εμμονή ήταν η αφορμή ένα φανταστικό πρόβλημα να λάβει, στο μυαλό του, τεράστιες διαστάσεις και να εξελιχθεί σε εμμονή που θα τον έκανε εκείνο το παγωμένο πρωινό της 23ης Δεκεμβρίου, να «πνίξει» τις διαφορές του στο αίμα. Οι γείτονες μάλιστα κατέθεσαν ότι για ασήμαντη αφορμή είχε αναπτύξει ένα ανεξήγητο μίσος για τον Βρούτση.

Στην αρχή νόμιζε ότι τον έκλεβαν και στη συνέχεια τον τύφλωσε μια εμμονή μεταφυσικού τύπου που είχε να κάνει με τα μάγια που θεωρούσε ότι του έκαναν και έπρεπε να λύσει με αυτή τη φρικαλέα ανθρωποθυσία μέσα στις ημέρες των εορτών. «Πίστευα ότι με έκλεβαν στα κοινόχρηστα. Όμως δεν είχαμε τσακωθεί ιδιαίτερα. Είχαμε λογομαχήσει» εξήγησε για να προσθέσει πως «Από ένα σημείο και μετά αυτοί άρχισαν να κάνουν κακό σε εμένα και τη μητέρα μου. Μας έκαναν μάγια…» αναφέρει και στις επόμενες γραμμές γίνεται πιο συγκεκριμένος.

«Μας έριχναν χώμα, λάδια και κλωστές στα αυτοκίνητα μας, στο μπαλκόνι του σπιτιού μας και τις σκάλες. Άρχισα να χάνω κιλά, δεν μπορούσα να κοιμηθώ και έκανα και κάτι εξετάσεις και βρήκα τα λευκά μου αιμοσφαίρια ανεβασμένα. Κατάλαβα ότι ήταν από τα μάγια. Φοβήθηκα για τη ζωή μου, φοβήθηκα μην έχω λευχαιμία. Πίστεψα ότι έχω σοβαρό πρόβλημα υγείας και φοβήθηκα για λευχαιμία να πω την αλήθεια. Όλα αυτά είχαν προκληθεί από τα μάγια που μου έκαναν ο Δημήτρης και η γυναίκα του».

Η εκτέλεση

«Κάθε μέρα προσπαθούσα με την προσευχή να νιώσω καλύτερα γιατί πιστεύω πολύ. Καταλάβαινα ότι αν συνέχιζε αυτό θα πέθαινα. Έπρεπε να ξεφύγω από αυτό το κακό που με είχε βρει. Σκέφτηκα ότι αν έφευγε από τη ζωή ο Δημήτρης θα τελείωνε αυτό το μαρτύριο και όλα θα ήταν καλά». Και πήρε την ακραία απόφαση.

Πήγε στο Μενίδι, αγόρασε ένα πιστόλι για 500 ευρώ και αποφάσισε να περάσει στην τελευταία φάση του αρρωστημένου του σχεδίου. Εκείνη την ημέρα, μόλις το θύμα έφυγε από το σπίτι για να πάει στην δουλειά του, έβγαλε την πινακίδα από το γκρι Mitsubishi Colt και τον ακολούθησε στο Κέντρο Υγείας.

Όταν ο Δημήτρης Βρούτσης πάρκαρε, τον πλησίασε, τον πυροβόλησε τρεις φορές, με ψυχρότητα και όταν του «πήρε» τη ζωή, μπήκε στο αυτοκίνητο και έφυγε. «Πήγα, τον πυροβόλησα και έφυγα» είπε κυνικά.

Στη συνέχεια, είπε ότι αφού απομακρύνθηκε αρκετά από το σημείο, «φόρεσε» την πινακίδα στο αυτοκίνητο του, κατευθύνθηκε προς την Αγία Μαρίνα και πέταξε το πιστόλι στη θάλασσα. «Ένιωσα καλύτερα…» παραδέχτηκε για να προσθέσει πως «Στην αρχή ένιωσα ανακούφιση. Ένιωσα ότι πλέον θα μπορούσα να ελευθερωθώ. Τις επόμενες ημέρες όμως άρχισα να σκέφτομαι αυτό που είχα κάνει. Καταλάβαινα ότι δεν έπρεπε να γίνει όλο αυτό».

Σύμφωνα με πληροφορίες, η μητέρα του είχε καταλάβει αυτό που σχεδίαζε ο γιος της. Και παρόλο που δεν πίστευε ότι θα το έκανε πράξη, προσπαθούσε να τον αποτρέψει. Λίγο μετά τη δολοφονία, ο 32χρονος, την πήρε με το αυτοκίνητο που είχε κάνει το έγκλημα και το έσκασε για την Αλβανία.

Κρύφτηκε σε ένα χωριό και όταν τον ρώτησαν οι αστυνομικοί, πως προέκυψε το συγκεκριμένο μέρος, απάντησε πως είχε ξαναπάει στη γειτονική χώρα και είχε γνωστούς. «Τις επόμενες ημέρες άρχισα να σκέφτομαι ξανά αυτό που είχα κάνει όταν το σκεφτόμουν ξανά καταλάβαινα ότι δεν έπρεπε να γίνει αυτό. Δεν έπρεπε να σκοτώσω κανέναν. Όλη αυτή η κατάσταση όμως που βίωνα εγώ και η μητέρα μου με ανάγκασαν να φτάσω σε αυτό το σημείο γιατί δεν άντεχα άλλο. Λυπάμαι για αυτό που έγινε. Αν γυρνούσα το χρόνο πίσω δεν θα έκανα αυτό που έκανα. Θέλω να ζητήσω συγχώρεση από τον Θεό» είπε.

 

 

 

Πηγή: protothema.gr