Πρόσφατη έρευνα που δημοσιεύεται στο British Journal of Clinical Pharmacology, αποκάλυψε τις φαρμακευτικές αγωγές που σχετίζονται με φαρμακευτική ηπατοτοξικότητα, προκαλούμενη, δηλαδή, από φάρμακα ηπατική βλάβη, σε νοσηλευόμενους ασθενείς.
Από τις 499 περιπτώσεις φαρμακευτικής ηπατοτοξικότητας -από ένα σύνολο 156,570 ασθενών-, διαπιστώθηκε ότι:
- σχετικά με τα φάρμακα, οι αντι-μολυσματικοί παράγοντες, τα αντικαρκινικά και τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (ΜΣΑΦ) σχετίστηκαν περισσότερο με πρόκληση ηπατικής βλάβης με τη βορικοναζόλη, ένα αντιμυκητιασικό φάρμακο, να καταγράφει την υψηλότερη συχνότητα
- ομάδα αυξημένου κινδύνου για φαρμακευτική ηπατοτοξικότητα αποτέλεσαν ασθενείς με υψηλή χοληστερόλη, καρδιαγγειακές παθήσεις, προϋπάρχουσα ηπατική νόσο και προηγούμενες χειρουργικές επεμβάσεις.
Όπως σχολίασαν οι ερευνητές από το Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο της Κίνας στο Πεκίνο, στόχος της μελέτης, για την οποία έγινε χρήση τεχνολογίας της πληροφορίας, αποτέλεσε η ανάδειξη της ανάγκης για λελογισμένη και ασφαλή χρήση φαρμάκων από τους ασθενείς.
Τι είναι η φαρμακευτική ηπατοτοξικότητα
Σύμφωνα με το Nature Reviews Disease Primers, η φαρμακευτική ηπατοτοξικότητα είναι μια ηπατική βλάβη που προκαλείται από ανεπιθύμητη αντίδραση σε φάρμακα ή άλλα ξενοβιοτικά, ως ένα προβλέψιμο συμβάν από την έκθεση σε τοξικές δόσεις κάποιων ουσιών είτε ως απρόβλεπτο από την ταυτόχρονη λήψη πολλών φαρμάκων.
Τα φάρμακα μπορούν να αποτελέσουν απειλή για την υγεία του ήπατος σε άτομα με αυξημένο κίνδυνο της ηπατικής βλάβης λόγω γενετικών ή περιβαλλοντικών παραγόντων. Αυτοί οι παράγοντες επηρεάζουν τον ηπατικό μεταβολισμό και την απέκκριση του σχετικού με την φαρμακευτική ηπατοτοξικότητα παράγοντα που προκαλεί κυτταρικό στρες, κυτταρικό θάνατο, και ενεργοποιεί μια αποτυχημένη επίκτητη ανοσία που προοδευτικά οδηγεί σε ηπατική βλάβη.
Η ιδιοσυγκρασιακή φαρμακευτική ηπατοτοξικότητα είναι μια σχετικά σπάνια ηπατική διαταραχή που μπορεί να εξελιχθεί σε σοβαρή έως θανατηφόρα σε ορισμένες περιπτώσεις, παρουσιάζοντας μια ποικιλία φαινοτύπων που μιμούνται άλλες ηπατικές ασθένειες.
Σύμφωνα με το ygeiamou.gr, η διάγνωσή της βασίζεται στον αποκλεισμό άλλων αιτιών ηπατικής νόσου (διάγνωση αποκλεισμού), καθώς δεν έχουν ανευρεθεί ακόμα σχετικοί βιοδείκτες.
Κλινικές κλίμακες όπως η CIOMS / RUCAM, μπορούν να συμβάλουν στη διάγνωση, ωστόσο χρειάζονται βελτίωση. Ορισμένες κλινικές μεταβλητές μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την πρόβλεψη σοβαρότερης μορφής φαρμακευτικής ηπατοτοξικότητας.
Τέλος, παρά το ότι δεν έχουν υπάρξει ακόμα επαρκείς τυχαιοποιημένες κλινικές δοκιμές για κάποια φαρμακευτική θεραπεία, τα κορτικοστεροειδή πιθανώς να αποτελούν μια επιλογή, ιδιαίτερα σε εξελισσόμενες μορφές της διαταραχής που σχετίζονται με αναστολείς σημείων ελέγχου (ΑΣΕ) του ανοσοποιητικού συστήματος (immune checkpoint inhibitors) σε ογκολογικούς ασθενείς.