Ως και 49 εκατομμύρια περισσότεροι άνθρωποι σε 43 χώρες -κυρίως τις πιο φτωχές- απειλούνται όχι απλώς με φτώχεια, αλλά με λιμό. Το ρωσικό μπλόκο στα ουκρανικά σιτηρά είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου, παρά το ότι χώρες της Βόρειας και Κεντρικής Αφρικής- όπως η Αίγυπτος- και της Μέσης Ανατολής- όπως ο Λίβανος- εκπέμπουν SOS.
Ράλι τιμών σε βασικά είδη διατροφής
Οι αναταράξεις στην εφοδιαστική αλυσίδα ακόμα και πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία έχουν πυροδοτήσει ένα ράλι τιμών σε βασικά είδη διατροφής, όπως το σιτάρι, το καλαμπόκι, το ρύζι, ενώ η εκτίναξη του κόστους της ενέργειας και των λιπασμάτων, καθιστά σχεδόν απαγορευτική την αγροτική παραγωγή στις πιο φτωχές γωνιές του πλανήτη. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του ρυζιού, που χρησιμοποιείται ως φτηνό υποκατάστατο του σιταριού και του καλαμποκιού, αποτελώντας βασική πηγή διατροφής για περίπου 3,5 δισ ανθρώπους κυρίως στις πιο φτωχές χώρες. Η τιμή του είναι στα υψηλότερα επίπεδα της τελευταίας διετίας, όντας αυξημένη κατά περίπου 30% από πέρσι, τα πανάκριβα λιπάσματα στους ορυζώνες της Άπω Ανατολής γονατίζουν τους αγρότες και ο κίνδυνος μικρότερης παραγωγής άρα και υψηλότερων εν τέλει τιμών, είναι ορατός.
Αν και η κρίση τιμών στα βασικά είδη διατροφής έχει «χτυπήσει» και στις αναπτυγμένες χώρες του Βορρά, «πληγώνοντας» τα πιο ευάλωτα νοικοκυριά, δεν μπορεί να αγνοήσει κανείς το στρεβλό μοντέλο ανάπτυξης, όπως αποτυπώνεται και στις διατροφικές μας συνήθειες. Σύμφωνα με το WWF, το γεγονός ότι ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι ζούμε σε μεγάλες πόλεις προκάλεσε παγκόσμια μεταβολή στις διατροφικές συνήθειες μας. Ακόμα και στην Ελλάδα, η χρυσή «συνταγή» της μεσογειακής διατροφής αντικαθίσταται ολοένα και περισσότερο με διατροφικά μοντέλα που είναι υψηλότερα σε σάκχαρα, λίπη, έλαια και κατανάλωση κρέατος.
Σήμερα είμαστε «λαίμαργοι», καθώς καταναλώνουμε 1,6 φορές περισσότερους πόρους από όσους μπορεί να μας δώσει ο πλανήτης. Το 2050 προβλέπεται ότι ο ανθρώπινος πληθυσμός θα φτάσει τα 9,7 δισεκατομμύρια και ο πλανήτης θα χρειαστεί να μας θρέψει όλους. Κι όμως, κάθε χρόνο παγκοσμίως το 1/3 των παραγόμενων τροφίμων καταλήγει στον κάδο την ώρα που 868 εκατομμύρια άνθρωποι υποσιτίζονται.
Τι φανερώνει αποκαλυπτική έρευνα για την Ελλάδα
Αποκαλυπτικά είναι τα ευρήματα, έρευνας του Χαροκόπειου κατόπιν συνεργασίας του ΑΒ Βασιλόπουλος με το WWF για τη σπατάλη τροφίμων, η οποία δημοσιεύθηκε στο τέλος του 2021 και είναι λίαν επίκαιρη.
Ποια είναι τα αποτελέσματα;
Κάθε χρόνο στην Ελλάδα, τα ελληνικά νοικοκυριά πετούν πάνω από 1.000.000 τόνους τροφίμων, τα μισά εκ των οποίων θα μπορούσαν με ασφάλεια να καταναλωθούν και να καταλήξουν στο στομάχι μας, όχι στα σκουπίδια.
2. Κάθε πολίτης στην Ελλάδα, πετά κάθε χρόνο 98,2 κιλά τροφίμων από το νοικοκυριό του.
3. Για μια τετραμελή οικογένεια, η σπατάλη ανέρχεται στα 392,8 κιλά τροφίμων ετησίως. Από αυτές τις ποσότητες, σχεδόν οι μισές θα μπορούσαν να είχαν διασωθεί, δηλαδή να καταναλωθούν και να μην πεταχτούν στα σκουπίδια. Για παράδειγμα, κάθε χρόνο μια τετραμελής οικογένεια πετά:
35,6 κιλά σε λαχανικά,
24,8 κιλά σε φρούτα,
22 κιλά σε αρτοσκευάσματα,
20 κιλά σε γαλακτοκομικά,
12,4 κιλά σε ζυμαρικά και ρύζι,
10,8 κιλά σε πατάτες,
10,4 κιλά σε κρέας και ψάρι,
4,4 κιλά σε αβγά
Μόνο το 29% των ελληνικών νοικοκυριών δηλώνουν ότι δεν σπαταλούν φαγητό
Ανάλογα είναι τα ευρήματα και αντίστοιχης πρόσφατης έρευνας του ΙΕΛΚΑ. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι υπάρχει ένα μεγάλο ποσοστό σπατάλης φαγητού (food waste) στα ελληνικά νοικοκυριά η οποία μεσοσταθμικά ανέρχεται στο 6%. Αξιοσημείωτο είναι ότι μόλις το 29% των νοικοκυριών δηλώνουν ότι δεν σπαταλούν καθόλου τρόφιμα.
Όσον αφορά τις κύριες κατηγορίες τροφίμων στις οποίες εμφανίζεται σπατάλη, το πρόβλημα εντοπίζεται κυρίως στις κατηγορίες των φρούτων και λαχανικών, στις οποίες σχεδόν 7 στους 10 καταναλωτές (68%) δηλώνουν ότι καταγράφουν σπατάλη και ακολουθούν το ψωμί και αρτοσκευάσματα στο 58%, τα αλλαντικά στο 37%, τα γαλακτοκομικά στο 29%, τα γλυκά και σνακ στο 28%, το γάλα στο 27%. Μικρότερη σπατάλη καταγράφεται στα ξηρά τρόφιμα, ρύζι, ζυμαρικά, όσπρια στο 15% λόγω της μεγαλύτερης διάρκειας ζωής των προϊόντων και το κρέας-ψάρι στο 14% λόγω της μεγαλύτερης αξίας/κιλό των προϊόντων.
Συγκριτικά με άλλες χώρες, όπως π.χ. οι ΗΠΑ, τα στοιχεία είναι, πάντως, περισσότερο ενθαρρυντικά. Σύμφωνα με έρευνα της Movinga του 2019, οι περισσότερες χώρες της Δυτικής Ευρώπης και της Αμερικής καταγράφουν υψηλότερα ποσοστά, όπως ΗΠΑ 24%, Καναδάς 18%, Μεγάλη Βρετανία 15%, Γαλλία 14%, Βέλγιο 14%, Ιταλία 13%, Αυστρία 13% κ.α.
Πηγή: iefimerida.gr