Στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο είχαν προσφύγει 70 περίπου πολίτες και ζητούσαν να ακυρωθεί η κοινή υπουργική απόφαση που προβλέπει την έκδοση νέου τύπου δελτίων αστυνομικών ταυτοτήτων με «RFID chip»
Στην πράξη, το Συμβούλιο της Επικρατείας είπε «ναι» στην έκδοση των νέων ηλεκτρονικών Δελτίων αστυνομικών ταυτοτήτων, που περιλαμβάνουν πολλά προσωπικά δεδομένα των πολιτών, αλλά παρέχουν παράλληλα και την δυνατότητα εντοπισμού του κατόχου της, λόγω του «RFID chip», που περιέχουν.
Οι νέες ηλεκτρονικές ταυτότητες θα περιλαμβάνουν, εκτός των έως τώρα γνωστών δεδομένων, μεταξύ των άλλων, μητρώο κοινωνικής ασφάλισης (ΑΜΚΑ), ομάδα αίματος και rhesus (προαιρετικά), την ιδιότητα του κατόχου της ταυτότητας ως συνταξιούχου, την πρόσκαιρη και μόνιμή κατοικία, κ.λπ.
Ακόμη, θα αποθηκεύονται τα στοιχεία εκείνα που απαιτούνται για τις υπηρεσίες Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης. Δηλαδή, θα μπορεί η νέα ταυτότητα να καλύπτει όλες τις συναλλαγές του πολίτη με τους φορείς του Δημοσίου τομέα, όπως είναι φορολογικές συναλλαγές, διακίνηση εγγράφων μεταξύ των δημοσίων υπηρεσιών, κ.λπ.
Επίσης, η επίμαχη υπουργική απόφαση προβλέπει την συγκρότηση ειδικού αρχείου ταυτοτήτων στην ΕΛ.ΑΣ., όπως και ενιαίο κωδικό αριθμό μητρώου (ΕΚΑΜ) για κάθε πολίτη, με 13 ψηφία και σύμβολα.
Στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο είχαν προσφύγει 70 περίπου πολίτες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται, ένας αρχιμανδρίτης και 3 πρωτοπρεσβύτεροι, δύο δικηγόροι, η «Εστία Πατερικών Μελετών», το «Ελληνορθόδοξο Κίνημα Σωτηρίας», κ.λπ. και ζητούσαν να ακυρωθεί η 8200/0-297647/10.4.2018 κοινή υπουργική απόφαση που προβλέπει την έκδοση νέου τύπου δελτίων αστυνομικών ταυτοτήτων με «RFID chip» και παράλληλα καθορίζει τα προσωπικά στοιχεία που θα περιλαμβάνονται.
Σύμφωνα με τους προσφεύγοντες, ο νέος τύπος ηλεκτρονικών αστυνομικών ταυτοτήτων, είναι αντίθετος σε πλειάδα Συνταγματικών διατάξεων, στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), στην Οικουμενική Διακήρυξη των Ηνωμένων Εθνών περί των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τη νομοθεσία.
Ακόμη, υποστήριζαν ότι τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στο «RFID chip» των νέων ταυτοτήτων, χωρίς να έχει προηγηθεί η συγκατάθεση των πολιτών, αποτελούν προσωπικά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία σχετίζονται με το πρόσωπο του κάθε πολίτη, ενώ αποθηκεύεται και ελέγχεται κάθε συναλλαγή του είτε με τις δημόσιες είτε με τις ιδιωτικές υπηρεσίες.
Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της νέας ηλεκτρονικής ταυτότητας είναι –όπως υποστήριζαν οι προσφεύγοντες- ότι λόγω του «RFID chip» που περιέχει είναι εφικτός ο εντοπισμός και η γνώση της ακριβούς γεωγραφικού στίγματος της θέσης του κατόχου της ταυτότητας, ακόμα και εάν αυτός βρίσκεται σε ιδιωτικό χώρο.
Ο εντοπισμός αυτός των πολιτών μέσω του «RFID chip» των ταυτοτήτων έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με το Σύνταγμα, το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την ΕΣΔΑ, την Οικουμενική διακήρυξη των Ηνωμένων Εθνών περί των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και το νόμο για την προστασία των προσωπικών δεδομένων, κατέληγαν στις αιτήσεις τους οι προσφεύγοντες στο ΣτΕ.
Όμως, η 7μελής σύνθεσης του Δ΄ Τμήματος του ΣτΕ με μια σειρά αποφάσεων με πρώτη την υπ΄ αριθμ. 2388/2019, έκανε μερικά δεκτές τις αιτήσεις ακύρωσης.
Αναλυτικότερα, οι σύμβουλοι Επικρατείας απέρριψαν όλους τους ισχυρισμούς των προσφευγόντων εκτός από έναν.
Συγκεκριμένα, έκρινε το ΣτΕ ότι νόμιμα περιλαμβάνονται στις νέες ταυτότητες τα στοιχεία που προβλέπονται από την επίμαχη υπουργική απόφαση, παρά το γεγονός ότι αποτελούν προσωπικά δεδομένα τα οποία θα περιλαμβάνονται ακόμη και χωρίς τη συγκατάθεση του πολίτη και κατόχου του δελτίου Αστυνομικής ταυτότητας. Και αυτό γιατί είναι αναγκαία για την εκτέλεση έργου που εμπίπτει στην άσκηση της δημόσιας εξουσίας και αφορά δημοσίου συμφέροντος σκοπό.
Αντίθετα, οι σύμβουλοι Επικρατείας έκριναν ότι μη νόμιμα προβλέπεται να περιλαμβάνονται στις νέου τύπου αστυνομικές ταυτότητες, τα στοιχεία εκείνα που απαιτούνται για τις υπηρεσίες ηλεκτρονικής διακυβέρνησης. Και αυτό, γιατί κρίθηκε από το ΣτΕ ότι δεν είναι κρίσιμα στοιχεία για την απόδειξη της ταυτότητας των πολιτών, αλλά ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι σύμφωνα με το νόμο 1599/1986, όπως βάσιμα υποστηρίζουν οι προσφεύγοντες.
Έτσι, καταλήγει το ΣτΕ η αποθήκευση των στοιχείων που απαιτούνται για τις υπηρεσίες ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, δεν είναι νόμιμη.
Τέλος, η επίμαχη παράγραφος 4 του άρθρου 3 της επίμαχης υπουργικής απόφασης, όπως αυτή έχει τροποποιηθεί αναφέρει τα εξής:
«4. Στο ενσωματωμένο ηλεκτρονικό μέσο αποθήκευσης, αποθηκεύονται φωτογραφία του κατόχου σε ψηφιακή μορφή, τα στοιχεία της Μηχανικώς Αναγνώσιμης Ζώνης του δελτίου (MRZ) και δύο (2) δακτυλικά αποτυπώματα των δεικτών και των δύο χεριών του αιτούντος. Σε περίπτωση μόνιμης ή προσωρινής αδυναμίας λήψης δακτυλικού αποτυπώματος δείκτη, λαμβάνεται κατά σειρά αποτύπωμα του αντίχειρα, μέσου ή παράμεσου του ιδίου χεριού, ενώ στην περίπτωση μονόχειρα λαμβάνεται αποτύπωμα και δεύτερου δακτύλου από το υπάρχον χέρι, με την ίδια ως άνω σειρά. Η μόνιμη ή προσωρινή αδυναμία λήψης δακτυλικών αποτυπωμάτων, πέραν των περιπτώσεων εμφανούς ακρωτηριασμού, αποδεικνύεται με ιατρικό πιστοποιητικό, το οποίο φέρει την υπογραφή ιατρού αντίστοιχης ειδικότητας με την πάθηση που βεβαιώνεται. Επιπλέον, στο ως άνω ηλεκτρονικό μέσο αποθηκεύονται το επώνυμο πατέρα, επώνυμο μητέρας, το ύψος του κατόχου (μετά τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας), ο Δήμος εγγραφής, ο αριθμός δημοτολογίου και ο τόπος έκδοσης του δελτίου, ενώ θα δύναται να αποθηκευτούν τα στοιχεία που απαιτούνται για τις Υπηρεσίες Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, εάν αποφασισθεί να συμπεριληφθούν στο εν λόγω μέσο».