«Γύρω στις 9 το βράδυ άρχισα να ετοιμάζομαι για το μοιραίο… Εκείνες τις ώρες ο Θεός μας ξέχασε», λέει ο Χρήστος Μακαντάσης, ένας εκ των τριών εργαζομένων στο εργοτάξιο της λιμνοδεξαμενής του Ξηριά στον Αλμυρό Βόλου, που εγκλωβίστηκαν για 12 ώρες στο νερό κατά τη διάρκεια της κακοκαιρίας «Ιανός».
Μιλώντας στο iefimerida.gr, λίγες ώρες μετά την περιπέτεια του, ο τοπογράφος –μηχανικός στο επάγγελμα περιγράφει τις δύσκολες εκείνες στιγμές που λίγο έλειψαν να του στοιχίσουν τη ζωή.
Δεν άντεχα -Ήμουν ήδη 4,5 ώρες όρθιος, μέσα στο νερό
«Αν στις 9.30 μ.μ. δεν κόπαζε η βροχή, τα μεσάνυχτα θα ήμουν πνιγμένος, τελειωμένος… Ήμουν ήδη 4,5 ώρες όρθιος, μέσα στο νερό και τη σφοδρή καταιγίδα, πάνω σε ένα κομμάτι τσιμέντου. Δεν άντεχα… Γύρω στις 9 άρχισα να σκέφτομαι αν θα πέσω ανάσκελα ή μπρούμυτα στο νερό που είχε φτάσει στο στήθος μου. Ή θα άφηνα τα χέρια μου για να κολυμπήσω, όπου είχα ελάχιστες πιθανότητες να επιβιώσω ή θα κρατιόμουν στο νερό μέχρι να πνιγώ όρθιος», λέει φανερά σοκαρισμένος.
Οι άλλοι δύο είχαν κρατηθεί από τα κλαδιά ενός πλατάνου
Στα τρία μέτρα μακριά βρισκόταν, όπως περιγράφει, οι συνάδελφοί του, κρατιόταν από τα κλαδιά ενός μικρού πλάτανου. Οι τρεις τους παρέμειναν εκεί για 12 περίπου ώρες, από τις 3 το μεσημέρι μέχρι τις 2.30 τα ξημερώματα, έως ότου ο στρατός σε συνεργασία με ιδιώτες κατάφεραν να τους διασώσουν. Τα όσα βίωσαν θα μείνουν για πάντα χαραγμένα στη μνήμη τους.
«Σήκωνα τα πόδια μου για να φεύγουν τα υλικά που κατέβαζε το ρέμα και από την ορμή του νερού δεν μπορούσα να τα ξαναβάλω κάτω. Προσπαθούσα να τους δίνω θάρρος μέχρι τις 9 το βράδυ. Τότε σταματήσαμε να μιλάμε…. Ετοιμαζόμασταν για το μοιραίο. Άρχισα να αισθάνομαι ζέστη στα πόδια μου. Ίσως λόγω της υποθερμίας. Δεν ξέρω που βρήκα τη δύναμη και το σθένος, αλλά έτριβα την πλάτη τους για να τους κρατήσω ζεστούς. Είχαν πάθει αγκυλώσεις, κρύωναν. Τους έδινα κουράγιο..», λέει κ. Μακαντάσης.
«Εκείνες τις ώρες ο Θεός μας ξέχασε»
Αν δεν τον πίεζε η γυναίκα του, όπως ομολογεί, όταν κάποια στιγμή της μίλησε στο τηλέφωνο, πριν αγριέψουν τα πράγματα, ίσως και να μη ζούσε. «Πιστεύω στο Θεό αλλά εκείνες τις ώρες ο Θεός μας ξέχασε», σημειώνει συγκλονισμένος.
Ο ίδιος αναφέρεται στο τι προηγήθηκε πριν εγκλωβιστούν από τα νερά του χειμάρρου. «Οι υπόλοιποι εργαζόμενοι στη λιμνοδεξαμενή είχαν φύγει από τις 11 το πρωί. Είμαι τεχνικός ασφαλείας στο έργο και είχαμε κρατήσει κάποια άτομα σαν προσωπικό ασφαλείας. Ειδοποίησα να έρθει ο φύλακας στο έργο για να φύγουμε. Του είπα, μάλιστα, να μην περάσει από την κοίτη του ποταμού που πάει για το χωριό Ανάβρα –μια κοίτη που παρεμπιπτόντως είχε πλάτος 5 μέτρα και σήμερα έχει 50 μέτρα- αλλά να ρθει από Ευξεινούπολη, Πέρασε το παιδί με λίγο δυσκολία και τότε αφού ήρθε με ένα απλό αυτοκίνητο θεωρήσαμε ότι με το τζιπ θα μπορούσαμε να περάσουμε άνετα. Φτάσαμε εκεί και πέσαμε σε έναν τοίχο από νερό. Πήγαμε να κάνουμε πίσω αλλά ήρθαν τα νερά από άλλα ρέματα και εγκλωβιστήκαμε απ’ όλες τις πλευρές», περιγράφει ο 52χρονος άντρας.
Η επιχείρηση απεγκλωβισμού
Το νερό, όπως λέει, έφτανε τα 5,5 μετρά. «Πόσο να άντεχα βουτηγμένος μέσα σε ενάμιση μέτρο νερό που κατέβαινε με ταχύτητα 50χλμ και κατέβαζε δέντρα, κλαδιά και πέτρες και ότι άλλο μπορεί κανείς να φανταστεί… Ήμουν για ώρες κρεμασμένος στην κυριολεξία και το νερό ανέβαινε για να με πνίξει»
Ο κ. Μακαντάσης ευχαριστεί τον περιφερειάρχη Θεσσαλίας, Κώστα Αγοραστό, για όσα έκανε εκείνες τις κρίσιμες ώρες, ενώ αποκαλύπτει το διάλογο που είχε μαζί του. «Αν δεν ήταν ο περιφερειάρχης δε θα βγαίναμε από εκεί μέσα ούτε την επόμενη μέρα ή θα βγαίναμε νεκροί. Όταν κατάλαβα ότι η ΕΜΑΚ δεν μπορεί να ανταποκριθεί, τον πήρα στο προσωπικό του τηλέφωνο. Του είπα: «Κώστα, έχω τρία παιδιά. Έλα σε παρακαλώ να με σώσεις». Έκανε ότι μπορούσε. Ο στρατός και ένα ιδιωτικό μηχάνημα που έφερε ο Αγοραστός σε συνεργασία με ένα ακόμη μηχάνημα ενός χωματουργού και αφού άλλαξε ο πρώτος οδηγός, γιατί δεν είχε το ψυχικό σθένος που απαιτούνταν, μας έσωσαν. Σήμερα, το σώμα μου είναι καλά αλλά η ψυχή μου είναι άδεια», καταλήγει.
Πηγή: iefimerida.gr