Οι δύο νεαροί είχαν «υποστηρικτικό» αλλά καθοριστικό ρόλο στη συμμορία, ετοιμάζοντας τα οχήματα που θα χρησιμοποιούσαν οι διακινητές
Οι δύο νεαροί, περίπου 24 ετών, κρίθηκαν ένοχοι για το κακούργημα της απλής συνέργειας σε διευκόλυνση μεταφοράς πολιτών τρίτων χωρών, εκ κερδοσκοπίας, από την οποία μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση και για την κατηγορία της συμμορίας (πλημμέλημα).
Συγκεκριμένα, ο πρώτος κρίθηκε ένοχος για συνολικά δέκα περιπτώσεις διακίνησης που αφορούν 67 παράτυπους μετανάστες και του επιβλήθηκε ποινή κάθειρξης 143 ετών (εκτιτέα τα 20 έτη). Ο δεύτερος κατηγορούμενος καταδικάστηκε για έξι περιπτώσεις διακίνησης που αφορούν 51 περιπτώσεις παράτυπων μεταναστών και οι δικαστές του επέβαλαν ποινή κάθειρξης 109 ετών (εκτιτέα τα 20 έτη). Σε κανέναν από τους δύο δεν αναγνωρίστηκαν ελαφρυντικά, ενώ αποφασίστηκε η ποινή τους να μην έχει αναστέλλουσα δύναμη έως την εκδίκαση της υπόθεσης σε δεύτερο βαθμό και έτσι οδηγήθηκαν στη φυλακή.
Οι δύο άντρες που υποστηρίζουν ότι γνωρίστηκαν στη χώρα τους καθώς κατάγονται από την ίδια πόλη, φέρεται να ετοίμαζαν τα οχήματα με τα οποία οι οδηγοί -διακινητές θα χρησιμοποιούσαν προκειμένου να μεταφέρουν μετανάστες που έφταναν στον Έβρο από την Τουρκία, έως τη Θεσσαλονίκη και άλλες πόλεις της χώρας.
Σύμφωνα με καταθέσεις αστυνομικών οι οποίοι συμμετείχαν στην ερεύνα της υπόθεσης, περισσότερα από 15 άτομα εκτιμάται ότι ήταν μέλη της συγκεκριμένης συμμορίας που δρούσε έχοντας ξεκάθαρη ιεραρχία και μοιρασμένους ρόλους, ενώ μέσω της κατόπτευσης κατάφεραν να εξακριβώσουν ακριβώς τον ρόλο που είχαν οι συγκεκριμένοι Ιρακινοί και να προχωρήσουν και σε άλλες συλλήψεις.
Όσον αφορά τα οχήματα που χρησιμοποιούσαν για τη μεταφορά παράτυπων μεταναστών, ήταν κυρίως αυτοκίνητα «φαντάσματα», όπως τα χαρακτηρίζουν έμπειροι αστυνομικοί, καθώς έφεραν ξένες πινακίδες κυκλοφορίας (Αυστρίας, Γερμανίας, κλπ) οι οποίες δεν προέκυπταν σε κανέναν ιδιοκτήτη, αλλά και κλεμμένα αυτοκίνητα τα οποία ξεφορτώνονταν γρήγορα μετά τις μεταφορές των μεταναστών.
Ο δεύτερος κατηγορούμενος, ανέφερε ότι ήρθε στην Ελλάδα το 2017 και εργαζόταν σε σούπερ μάρκετ της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, ενώ με τη σειρά του αρνήθηκε και ο ίδιος τις κατηγορίες. «Δεν ξέρω τίποτα για αυτοκίνητα, για άτομα και για διακινητές. Δεν έχω καμία σχέση, δεν είμαι εγώ στις φωτογραφίες της ΕΛ.ΑΣ. Από τη στιγμή που βγήκα από τη φυλακή το 2022 δεν έχω κάνει τίποτα παράνομο», είπε, χωρίς να πείσει τους δικαστές.
Την καταδίκη των δύο κατηγορουμένων πρότεινε και ο εισαγγελέας της έδρας τονίζοντας, μεταξύ άλλων, στην αγόρευσή του, ότι δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για την ενοχή τους και ότι οι κατηγορούμενοι αποδέχθηκαν τον κίνδυνο και δρούσαν προκειμένου να έχουν οικονομικό όφελος.