Θλίψη έχει σκορπίσει στον Βόλο η είδηση του θανάτου του Δημήτρη Κάλμπαρη σε ηλικία 106 ετών. Ο τελευταίος επιζών του Έπους του 1940, άφησε την τελευταία του πνοή στο Γηροκομείο Βόλου, όπου και διέμενε.
Ο Δημήτρης Κάλμπαρης καταγόταν από τη Μακρινίτσα, ενώ έχει πάρει μέρος στην εποποιία του 1940-41 και είναι ο μοναδικός επιζώντας της μάχης του υψώματος 731.
Θυμηθείτε μερικές από τις αφηγήσεις του Δημήτρη Κάλμπαρη:
«Γεννήθηκα στις 16 Φεβρουαρίου 1917 στη Μακρινίτσα. Ήμασταν δέκα παιδιά. Οι γονείς μας είχαν άλλα είχαν κάνει, αλλά πέθαναν. Τώρα έχουμε μείνει τρεις. Οι αδερφές μου, η μία είναι 92 και η άλλη 94 ετών κι εγώ που έφτασα τα 102 χρόνια μου. Δύο γριούλες και ένας παππούς. Αυτοί ζούμε τώρα. Στο χωριό μεγάλωσα. Ο πατέρας μου δούλευε βυρσοδέψης. Φτώχεια μεγάλη. Έτσι, όταν μεγαλώσαμε λίγο, ο πατέρας μου, ο οποίος ήταν βρακάς, μας κατέβασε στον Βόλο. Ο αδερφός ο ένας, ήταν έναν χρόνο μεγαλύτερος από εμένα.
Εμένα με έβαλαν νοσοκόμο στην κλινική του Τριχόπουλου, 12-13 χρόνων ήμουν, εκείνος μπήκε σε ένα φαρμακείο. Κάθισε 40 χρόνια φαρμακοϋπάλληλος. Μία μέρα είπα στον Τριχόπουλο: «Γιατρέ μου, θα φύγω». «Γιατί;», ρώτησε εκείνος. Ήθελα να πάω να γίνω τσαγκάρης. «Μα καλά, από δήμαρχος θα γίνεις κλητήρας;», Τέλος πάντων, κάθισα δύο χρόνια στην κλινική. Αργότερα ο πατέρας μου με πήγε σε ένα τσαγκάρικο. Το 1938 παρουσιάστηκα για τη θητεία μου. Πήγα πρώτα στο Σιδηρόκαστρο. Εκεί μας κράτησαν λίγο, μετά μας πήγαν στο Αχλαδοχώρι Σερρών. Κατέληξα στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, στα οχυρωματικά έργα που έκανε ο Μεταξάς. Στο Μπέλλες ήμουν εγώ. Δύο χρόνια υπηρέτησα. Αρχές Οκτωβρίου του 1940 πήρα τον δρόμο της επιστροφής στον Βόλο».«Στις 28 Οκτωβρίου άκουγα παράξενα πράγματα στον δρόμο και αναρωτιόμουν τι συνέβαινε. Φτάνω στο τσαγκάρικο, έρχεται κάποιος και μου λέει: «Τι κάνεις εδώ; Έχουμε πόλεμο». Στον δρόμο έπεσα πάνω σε κάτι κοπέλες, που ανήκαν στην ΕΟΝ, τη νεολαία του Μεταξά. Με ρώτησαν τι σκοπό είχα. Απάντησα ότι πήγαινα να πάρω ρούχα και να παρουσιαστώ. Από τα αδέρφια μου, κανείς άλλον δεν πολέμησε. Μαζευτήκαμε όλοι οι κληρωτοί σε μία γέφυρα στον Ξηριά και μας έδωσαν ιματισμό, παπούτσια και μία κουραμάνα. Την έβαλα στο σακίδιο, άλλο βάρος δεν είχα. Προτού ξεκινήσω, η μάνα μου, μου έραψε στη μάλλινη φανέλα, ένα φυλαχτό με ένα κομμάτι από Τίμιο Ξύλο. Αυτό με έσωσε. Έτρωγα σφαίρες πολλές. Υπέφερα πάρα πολύ. Δεν έπρεπε να ζω εγώ τώρα. Μόλις νύχτωσε, μας πήγαν στον σιδηροδρομικό σταθμό. Μας έβαλαν σ’ ένα τρένο. Επιβιβαστήκαμε σε κλειστά βαγόνια, αυτά που έβαζαν τα ζώα. Το τάγμα απαρτιζόταν από Βολιώτες.
Ο λοχαγός μου λεγόταν Δημήτριος Τζανάκης, Διμοιρίτης μου ήταν ο Δημήτρης Σφυάκης, που είχε το γυαλάδικο πίσω από την καπνοβιομηχανία Ματσάγγου. Σκοτώθηκε στο μέτωπο, όπως και όλο σχεδόν το τάγμα μου. Ελάχιστοι γυρίσαμε πίσω. Προορισμός μας ήταν η Καλαμπάκα. Κατέβηκε ένας ταγματάρχης και μας είπε δύο λόγια: «Παιδιά, αυτή την ώρα, ο εχθρός μπήκε στην Ελλάδα και μας παίρνει τα εδάφη». Από την Καλαμπάκα, φτάσαμε στα σύνορα με τα πόδια. Νύχτα μετακινούμασταν. «Πρέπει πάση θυσία να τους κρατήσουμε», ήταν η διαταγή. Βαδίζαμε τη νύχτα από τους δρόμους. Την ημέρα περνούσαμε μέσα από μονοπάτια και δάση, για κάλυψη. Οι αξιωματικοί είχαν βγάλει τα διακριτικά τους. Ήμασταν όλοι αδέρφια. Όλοι ίδιοι. Μας έλεγαν: «Ό,τι έχετε παραπανίσιο, πετάξτε το. Κρατήστε μόνο το όπλο σας και πυρομαχικά». Μας είχαν οι μανάδες μας πράγματα. Άλλος κουβέρτα, άλλος μια αλλαξιά ρούχα. Νόμιζαν πού πηγαίναμε». «Ένα πρωί ήμασταν στο αμπρί, μες στο χιόνι. Ένας πρώτος ξάδερφός μου, Δημήτρης Νταβλαμάνας λεγόταν, σηκώθηκε όρθιος, γιατί είχε ξεπαγιάσει. Ένα βήμα έκανε. Του έριξε ένας Ιταλός, πετυχαίνοντάς τον στα μηνίγγια. Κοίταξα να δω πού ήταν χτυπημένος. Αίμα δεν έτρεξε, αλλά είχαν χυθεί τα μυαλά του έξω», περιέγραψε τον θάνατο του συγγενή του, ενώ έπειτα μίλησε για τις κακουχίες που αντιμετώπιζαν: «Περνούσαμε μέσα από χαράδρες. Φοβερό κρύο. Πάγους είχαν πιάσει κάτω. Άκουγες παλικάρια δύο μέτρα να εκλιπαρούν: «Δεν μπορώ άλλο από το κρύο». Και πάρτον κάτω. Πολλοί πέθαναν από κρυοπαγήματα. Το κρύο είναι χειρότερο και από σφαίρες. Δεν παλεύεται. Με τη σφαίρα καθαρίζεις. Την τρως και τέρμα. Ο χειμώνας του ’40 ήταν φοβερός. Άσε την πείνα και την ψείρα». «Δεν φοβόμουν τον θάνατο. Πολεμούσες για την πατρίδα. Δεν είχες περιθώριο να σκεφτείς τίποτε άλλο. Δεν έδινες σημασία στον άνθρωπο, στον φίλο σου. Τα βράδια ήμασταν παρέα.
Δυο, τρεις, τέσσερις, πέντε. Σκοτώνονταν στη μάχη, μετά έρχονταν άλλοι. Παράξενο πράγμα ο πόλεμος. Φοβερός. Μήνες ολόκληρους μπορώ να σου μιλάω. Απορώ πώς στέκομαι στα πόδια μου. Τρομερά πράγματα έγιναν τότε», «Τις νύχτες καλυπτόμασταν μες στις χαράδρες. Θυμάμαι έναν λοχαγό που έλεγε: «Παιδιά, θα νικήσουμε και θα γυρίσουμε πίσω με δάφνες. Έχω τους Δώδεκα Αποστόλους στην τσάντα μου. Μη φοβάστε τίποτα». Μία φορά ήμασταν στο ύψωμα 1200. Πρώτα βαρούσε το πυροβολικό μας. Ακούγαμε τα κανόνια. Μόλις σταμάτησαν, αρχίσαμε να ανεβαίνουμε στο βουνό. Οι Ιταλοί μας χτυπούσαν συνεχώς. Σκοτώθηκαν πολλοί δικοί μας. Όταν καταλάβαμε το ύψωμα, από κακή συνεννόηση των αξιωματικών δεν έριξαν φωτοβολίδα. Τραυματίστηκε ή σκοτώθηκε ο λοχαγός, δεν τον είδα. Και το πυροβολικό μας χτύπησε. Σκοτώθηκαν 20 παλικάρια από δικά μας πυρά. Οι δικοί μας νόμιζαν ότι οι Ιταλοί ήταν ακόμη επάνω. Έσκασαν τα βλήματα δίπλα μου. Το ωστικό κύμα με πέταξε σε κάτι πουρναριές». «Μπήκαμε στην Αλβανία. Εγώ πόλη δεν είδα. Θυμάμαι ότι περνούσαμε μέσα από χωριά. Στον δρόμο δεν βρίσκαμε κανέναν. Οι Ιταλοί τρομοκρατούσαν τον πληθυσμό ότι εμείς σφάζαμε τους πάντες. Βρήκα ένα γεροντάκι. Ήταν 70άρης, με το καπελάκι του, το μπαστούνι. Καθόταν ζαρωμένος σ’ ένα παγκάκι. Τον καλημέρισα, είπε γεια κι εκείνος. Τον έπιασα το χέρι και του το φίλησα. Δάκρυσε, αλλά δεν μ’ απάντησε. Αλβανός ήταν. Σ’ ένα άλλο χωριό, στα υπόστεγα είχαν κρεμάσει ρόκες. Στέγνωναν το καλαμπόκι. Τα φάγαμε όλα. Ήμουν πολλές ημέρες νηστικός, είχα φτάσει στο σημείο να τρώω φλούδες από δέντρα.
Όχι ότι η Ελλάδα δεν είχε να μας δώσει να φάμε. Δεν έφτανε ο ανεφοδιασμός. Ήμασταν καταδικασμένοι. Όταν πολεμάς στην πρώτη γραμμή, είσαι καταδικασμένος σε θάνατο. Οι μονάδες στα μετόπισθεν, ανεφοδιάζονταν. Είχαν το φαγητό τους. Έφταναν τα ζώα. Σε κάποιο άλλο σπίτι, βρήκαμε στην αυλή μελίσσια. Έξι-επτά. Τα δώσαμε μια, τα ανοίξαμε, βγήκαν οι μέλισσες και μας τσιμπούσαν. Τίποτα δεν μας πτοούσε. Φάγαμε το μέλι. Ο κόσμος μάς κοιτούσε κλειδωμένος από τα σπίτια του. Τρώγαμε το μέλι, και τις μέλισσες μαζί. Δεν καταλαβαίναμε τίποτα. Άγρια ζώα ήμασταν». Η μάχη στο ύψωμα 731 «Σκότωσα πολλούς Ιταλούς εκείνες τις ημέρες…τί απάντηση να σου δώσω τώρα. Ούτε εγώ το ξέρω αυτό. Έπρεπε να πολεμήσω και πολέμησα, δεν ξέρω ποιος άγιος με βοήθησε τότε. Μονάχα μία σφαίρα πέρασε ξυστά από το αριστερό αυτί. Ελαφρά τραυματίστηκα. Τους είπα, δεν είναι τίποτα, αφήστε με. Η χλαίνη μου είχε κατατρυπήσει από τις σφαίρες. Παλεύαμε με τις ξιφολόγχες. Στήθος με στήθος πολεμούσαμε. Αγκαλιασμένοι πέφταμε καταγής. Τους αλλάξαμε όμως τα φώτα.
Τους δώσαμε τράκο γερό. Θα τρελαινόταν, όποιος το έβλεπε σήμερα. Να πατάμε στα πτώματα. Σκοτώθηκαν πάρα πολλοί. Διαλυθήκαμε. Από το δικό μας τάγμα του Βόλου, κανείς σχεδόν δεν γύρισε. Χύθηκε το αίμα τόσων παλικαριών». «Στην Τρεμπεσίνα είδα από μακριά, κάπου 15 μέτρα, δύο Αλβανούς. Οι Αλβανοί είχαν καταταγεί εθελοντές και βοηθούσαν τις ιταλικές φάλαγγες. Τους έριξα και γύρισα να δω από πού βγήκαν. Βρήκα ένα αμπρί. Μπήκα μέσα με το πολυβόλο στο χέρι. Αντίκρισα καμιά 20αριά Ιταλούς. Όλοι κάθονταν πάνω στους σάκους τους. Αξιωματικοί και οπλίτες. Καμία αντίδραση. Σηκώθηκε τότε ένας Ιταλός και με αγκάλιασε. «Πιέτρο», μου συστήθηκε και πέρασε μία χρυσή καδένα στον λαιμό μου. Από τη μία πλευρά είχε τη Μαντόνα, την Παναγία στη μία όψη. Και στην άλλη, τη φωτογραφία μίας γυναίκας. Την έδωσα για ένα κομμάτι ψωμί στον άλλον. Τον κατέβασα 70 μέτρα πιο κάτω. Είχε τραυματιστεί ο Ιταλός, το γόνατό του ήταν πρησμένο. Παρέδωσα τον αιχμάλωτο στην 5η Μεραρχία Κρητών, που ήταν πίσω μας. Φοβήθηκα τους Κρητικούς, αλλά παρακάλεσα να μην τον πειράξουν». Η επιστροφή στο Βόλο «Στο τέλος γυρίσαμε με τα πόδια στα σπίτια μας.
Στον γυρισμό, τα ελληνικά χωριά μας έδιναν ψωμί, λίγο τυρί. Μέσα όμως δεν μας έβαζαν, γιατί ήμασταν φορτωμένοι ψείρα. Μέρες ατελείωτες περπατούσα. Φτάσαμε στην Καλαμπάκα, μας είπαν οι ντόπιοι: «Γυρίστε πίσω. Οι Γερμανοί έχουν στήσει μπλόκα. Στέλνουν στη Γερμανία αιχμαλώτους». Μόλις το άκουσα, πιάσαμε τα βουνά. Δεν το γλυτώσαμε όμως. Πέσαμε σε μία φάλαγγα γερμανική. Με πήρε ένας στρατιώτης των Γερμανών να φουσκώσω ένα λάστιχο από τη μηχανή του. Πώς να το φουσκώσω; Εγώ δεν μπορούσα να σηκώσω τα χέρια μου από την εξάντληση. Δεν ήμουν άνθρωπος. …«Κάποια στιγμή στα πεδινά, βρήκα ένα άλογο ψόφιο. Είχα μαζί μου ένα μαχαίρι ιταλικό. Μέχρι και κιθάρα είχαμε βρει, οι Ιταλοί κατέβαιναν με τα όργανα, σίγουροι ότι θα έκαναν περίπατο. Όμως, τα βρήκαν μπαστούνια από εμάς, γιατί ήμασταν παλικάρια πραγματικά. Τέλος πάντων, έβγαλα το τομάρι του ζώου, έκοψα ένα κομμάτι από τα καπούλια και έτρωγα λίγο-λίγο, μέχρι που γύρισα στον Βόλο. Έφτασα νύχτα στο Φυτόκο. Στην αρχή δεν με γνώρισε ο ίδιος ο πατέρας μου. Δεν άνοιγε την πόρτα. «Πατέρα, εγώ είμαι», φώναζα. Ήταν διώροφο το σπίτι. Από πάνω με έβλεπε. Δεν το πίστευε ότι είχα επιστρέψει ζωντανός».