To 1% των ανθρώπων έχουν διαφορετικό βιολογικό πατέρα από εκείνον που νομίζουν
Πόσοι άνθρωποι άραγε έχουν άλλον βιολογικό πατέρα από αυτόν που νομίζουν;
Η απρόσμενη ανακάλυψη προ ημερών -έπειτα από τεστ DNA- από τον επικεφαλής της Αγγλικανικής Εκκλησίας αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπερι Τζάστιν Γουέλμπι ότι ο πραγματικός πατέρας του δεν ήταν αυτός που θεωρούσε σε όλη τη ζωή του, αλλά κάποιος άλλος και μάλιστα ο προσωπικός γραμματέας του Ουίνστον Τσόρτσιλ, φέρνει στο προσκήνιο ένα ευαίσθητο ζήτημα.
Οι έως τώρα έρευνες των γενετιστών δείχνουν ότι το ποσοστό είναι κάτω του 1%. Δεν είναι μεν τελείως αμελητέο, αλλά, όπως επισημαίνουν οι επιστήμονες, αποτελεί «αστικό μύθο» η διαδεδομένη φήμη πως το ποσοστό είναι στην πραγματικότητα πολύ υψηλότερο μεταξύ του πληθυσμού. Όπως επισημαίνεται σε σχετικό δημοσίευμα των «Τάιμς της Νέας Υόρκης», η ανασφάλεια για την πατρότητα έχει πανάρχαιες ρίζες. Ο άτυχος «κερατάς» που νομίζει ότι είναι μπαμπάς του παιδιού του ή των παιδιών του, αποτελεί κλασική φιγούρα στη λογοτεχνία.
Όμως, από επιστημονική άποψη, το ζήτημα έχει «φουσκωθεί» δυσανάλογα με την πραγματικότητα. Ο ειδικός επί του θέματος γενετιστής Μααρτέν Λαρμουσό του βελγικού Πανεπιστημίου της Λουβέν, ο οποίος έχει κάνει την πιο πρόσφατη και εκτεταμένη έρευνα πάνω στο θέμα, δήλωσε πως η άποψη ότι η λανθασμένη πατρότητα αποτελεί συχνό φαινόμενο, «είναι απολύτως γελοία».
Έως τον 20ό αιώνα ήταν δύσκολο έως αδύνατο να αποδειχθεί ότι ένας άνδρας είναι όντως ο βιολογικός πατέρας ενός συγκεκριμένου παιδιού. Έτσι, με λίγη καχυποψία, μια σκιά μπορούσε να πλανιέται για πάντα από πάνω του.
Αρχικά, ο επιστημονικός έλεγχος της πατρότητας βασίσθηκε στην ανακάλυψη ότι οι άνθρωποι έχουν διακριτή ομάδα αίματος που κληρονομούν από τον πατέρα τους. Με αυτό τον τρόπο, το 1943, ο Τσάρλι Τσάπλιν προσπάθησε να αποδείξει ότι δεν ήταν ο πατέρας του παιδιού της ηθοποιού Τζόαν Μπάρι, αλλά έχασε την υπόθεση στο δικαστήριο, το οποίο δεν πείσθηκε και τον υποχρέωσε να στηρίξει οικονομικά το παιδί.
Πιο πρόσφατα, από τη δεκαετία του 1990, η ανάλυση DNA δίνει απάντηση με πολύ μεγαλύτερη βεβαιότητα που προσεγγίζει το 100% (αλλά όχι πάντα 100%), με αποτέλεσμα οι δικαστές να πείθονται. Ο «θόρυβος» όμως άρχισε να δημιουργείται, όταν η στατιστική ανάλυση των αποτελεσμάτων των γενετικών εργαστηρίων έδειξε ότι το 10% έως 30% των ανδρών που ελέγχονταν, δεν ήσαν οι βιολογικοί πατέρες των παιδιών τους!
Όμως, όπως επισημαίνει ο Λαρμουσό, αυτά τα ποσοστά δεν προέρχονται από ένα τελείως τυχαίο δείγμα ανδρών, αλλά μόνο από άνδρες που είχαν λόγο να αμφιβάλλουν για την πατρότητά τους (ή από άλλα πρόσωπα που είχαν αυτή την αμφιβολία). Η ανάλυση του βέλγου επιστήμονα, που πηγαίνει πίσω σε βάθος τεσσάρων αιώνων στο Βέλγιο, συμπέρανε ότι το ποσοστό λανθασμένης πατρότητας δεν ξεπερνά το 1%.
Παρόμοιες μελέτες στη Γαλλία, Ισπανία, Γερμανία και άλλες χώρες -παρά τη διαφορετική μεθοδολογία τους- έχουν καταλήξει σε ανάλογες εκτιμήσεις για ποσοστά γύρω στο 1%. Συνεπώς, ναι μεν το πρόβλημα δεν μεγάλο, αλλά, από την άλλη, δεν μπορεί κανείς και να αγνοήσει ότι περίπου ένας άνδρας στους 100 δεν είναι τελικά ο βιολογικός πατέρας του παιδιού του.