Νέο δόγμα απέναντι στις εξωτερικές απειλές εφαρμόζει η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών, σε μια προσπάθεια ποιοτικής αναβάθμισης του ρόλου της, μέσω της ενίσχυσης του πληροφοριακού της δικτύου εκτός Ελλάδας.
Σε μια κρίσιμη περίοδο, κατά την οποία η κρίση στον Εβρο έκρουσε το καμπανάκι για το μέγεθος των προκλήσεων, οι ελληνικές μυστικές υπηρεσίες έχουν επιχειρήσει εδώ και πολλούς μήνες «στροφή» σε σχέση με τις προτεραιότητές τους. Το νέο δόγμα προκρίνει την ένταση της διεθνοποίησης της ΕΥΠ, προκειμένου να είναι ξεκάθαρη η μετατόπιση του «βάρους» από τα θέματα της εσωτερικής ασφάλειας σε εκείνα της εξωτερικής.
Επί σειρά ετών οι μυστικές υπηρεσίες είχαν επικεντρωθεί περισσότερο απ’ ό,τι θα έπρεπε στο εσωτερικό πεδίο, με συνέπεια να «ατροφήσουν» σημαντικά το πληροφοριακό δίκτυο και η δραστηριότητα της υπηρεσίας στο εξωτερικό. Οπως λένε αρμόδιες πηγές, υπήρχαν ακόμα και περιπτώσεις χωρών όπου το δίκτυο της ΕΥΠ «ξηλώθηκε» παντελώς. Και αυτό παρότι για τις εσωτερικές κρίσιμες υποθέσεις τρομοκρατίας ή διαφθοράς υπάρχουν υπηρεσίες της Αστυνομίας, όπως η Αντιτρομοκρατική, η Διεύθυνση Διαχείρισης και Ανάλυσης Πληροφοριών και το Εσωτερικών Υποθέσεων, οι οποίες είναι ιδιαίτερα ενισχυμένες σε προσωπικό αλλά και σε σύγχρονο τεχνολογικό εξοπλισμό. Παρά ταύτα, οι πράκτορες της ΕΥΠ ασχολούνταν για χρόνια και επί πολλών διαφορετικών κυβερνήσεων ακόμα και με έρευνες που δεν είχαν καθόλου εθνικό χαρακτήρα.
Εμπειρα στελέχη υπηρεσιών ασφαλείας εξηγούν ότι ένας από τους βασικούς λόγους που συνέβαινε αυτό ήταν ότι η ΕΥΠ υπαγόταν μέχρι πρότινος στον εκάστοτε υπουργό Προστασίας του Πολίτη, με αποτέλεσμα να είναι πιο «εύκολη» η ανάμειξή της σε έρευνες «εσωτερικού ενδιαφέροντος».
«Ξεκούραστη» δουλειά
Αρκετοί υπουργοί «δελεάζονταν» και αξιοποιούσαν αφιλτράριστα τις δυνατότητές της για να βγάλουν γρήγορα υποθέσεις, ενώ εντός της υπηρεσίας ενδεχομένως κάποιοι να «βολεύονταν» κάνοντας μια αισθητά πιο «ξεκούραστη» δουλειά σε σχέση με την ανάπτυξη δικτύου στο εξωτερικό.
Η μεταφορά των αρμοδιοτήτων της ΕΥΠ απευθείας στον πρωθυπουργό εκτιμάται ότι πριμοδοτεί την αλλαγή φιλοσοφίας για να στραφούν τα «μάτια» της υπηρεσίας εκτός Ελλάδας. Το πρώτο κρίσιμο κρας τεστ για τη νέα διοίκηση της ΕΥΠ, που ανέλαβε καθήκοντα το περασμένο καλοκαίρι, ήταν η κρίση στον Εβρο, η οποία ξεδιπλώθηκε σε τρεις φάσεις.
Η πρώτη αφορούσε στην οργανωμένη από το τουρκικό κράτος μετακίνηση μεγάλου αριθμού μεταναστών και προσφύγων στις Καστανιές. Σύμφωνα με πηγές του «Εθνους της Κυριακής», οι πρώτες πληροφορίες για τις προθέσεις της Τουρκίας έφτασαν στην ΕΥΠ περίπου έναν μήνα πριν εμφανιστούν στην ελληνοτουρκική μεθόριο οι πρώτοι μετανάστες.
Οι απόρρητες πληροφορίες δεν ήταν συγκεκριμένες, αλλά χαρακτηρίστηκαν ως εξαιρετικά σοβαρές. Ετσι, ξεκίνησε η επεξεργασία και η ανάλυσή τους, παράλληλα με την προσπάθεια άντλησης περισσότερων δεδομένων. Δέκα ημέρες πριν από το «σημείο μηδέν», δηλαδή το ξέσπασμα της κρίσης, οι πληροφορίες είχαν γίνει πολύ πιο συγκεκριμένες, ενώ λίγα 24ωρα πριν από την έμπρακτη επιβεβαίωσή τους οι ελληνικές Αρχές γνώριζαν τι θα επακολουθήσει. Η ΕΥΠ ενημέρωσε τα αρμόδια κυβερνητικά όργανα και ακολούθως οι πληροφορίες διαβιβάστηκαν στις Ενοπλες Δυνάμεις και στην ΕΛ.ΑΣ.
Η δεύτερη φάση του περιβόητου «ανοίγματος των συνόρων» ξεδιπλώθηκε στα τουρκικά παράλια. Μετά το «σφράγισμα» του Εβρου από τις ελληνικές δυνάμεις, οι τουρκικές υπηρεσίες επιχείρησαν να μεταφέρουν την κρίση στο Αιγαίο. Σύμφωνα με τις πληροφορίες των ελληνικών Αρχών, η Τουρκία συγκέντρωσε σε τέσσερα διαφορετικά σημεία στα τουρκικά παράλια συνολικά 20.000 πρόσφυγες και μετανάστες (από περίπου 5.000 σε κάθε σημείο). Στόχος της ήταν να περάσουν με φουσκωτά στα ελληνικά νησιά. Παράλληλα, είχε στηθεί δίκτυο μεταφοράς κόσμου από την ενδοχώρα, ούτως ώστε σε περίπτωση που κατάφερναν να φτάσουν στα ελληνικά νησιά, να μετακινηθεί στα τουρκικά παράλια επιπλέον αριθμός μεταναστών.
Ωστόσο, είχε προηγηθεί η απόφαση του ΚΥΣΕΑ της 1ης Μαρτίου για μεγάλη κινητοποίηση των ελληνικών δυνάμεων στο Αιγαίο, η οποία μπλόκαρε τα θαλάσσια περάσματα. Το αποτέλεσμα ήταν να προκληθεί έντονη νευρικότητα στην τουρκική πλευρά, με αποκορύφωμα την προσπάθεια εμβολισμού ελληνικού σκάφους από τουρκική ακταιωρό στις 11 Μαρτίου, ανοιχτά της Κω.
Η Τουρκία αναγκάστηκε να περάσει στο «plan C». Το σχέδιό της προέβλεπε να χρησιμοποιηθούν εμπορικά πλοία-φαντάσματα που θα λειτουργούσαν ως «πολιορκητικός κριός». Τα τουρκικά παράλια βρίθουν από παροπλισμένα -παλιά- πλοία (ακόμα και 60 ετών), στα οποία οι διακινητές θα στοίβαζαν πρόσφυγες και μετανάστες για να τους περάσουν στην Ελλάδα, ενδεχομένως και στην Ιταλία. Μία από τις βάσεις εκκίνησης ήταν το Τσανάκαλε. Σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες του «Εθνους της Κυριακής», η ΕΥΠ είχε πληροφορίες για 10 διαφορετικές περιπτώσεις, κατά τις οποίες η τουρκική πλευρά προσπάθησε να προωθήσει μετανάστες με πλοία-φαντάσματα, χωρητικότητας εκατοντάδων ατόμων.
Οι ελληνικές Αρχές τα «είδαν» εγκαίρως και χάρη στην παρέμβαση των σκαφών του Λιμενικού και του Πολεμικού Ναυτικού μπλοκαρίστηκαν οι διελεύσεις τους. Σε μια περίπτωση, ένα από αυτά άρχισε να βγάζει πυκνούς καπνούς, λόγω παλαιότητας και κακής συντήρησης, με αποτέλεσμα να αναγκαστεί μόνος του ο καπετάνιος να το γυρίσει πίσω.
Υπήρξε, όμως, και ένα περιστατικό κατά το οποίο εμπορικό πλοίο, ηλικίας 52 ετών, προσάραξε λόγω κακοκαιρίας έξω από το λιμάνι της Τζιας. Το πλοίο, που μετέφερε συνολικά 193 μετανάστες, δεν έφερε όνομα, ούτε σημαία εθνικότητας. Εκτιμάται ότι οι διακινητές κέρδισαν περίπου 1.000.000 ευρώ για ένα δρομολόγιο που τελικά δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, καθώς ο προορισμός των μεταναστών ήταν η Ιταλία.
Φόβοι «πιέσεων» στο Αιγαίο
Η εργαλειοποίηση του Προσφυγικού – Μεταναστευτικού από την Τουρκία εκτιμάται ότι θα συνεχιστεί και τους καλοκαιρινούς μήνες, ως μοχλός πίεσης προς την Ευρώπη. Στελέχη των ελληνικών Αρχών θεωρούν ότι τα κυκλώματα θα «πιέσουν» αισθητά περισσότερο στο Αιγαίο σε σχέση με τον Εβρο.
Υστερα, μάλιστα, από το «ναυάγιο» του σχεδίου με τη χρήση παλιών εμπορικών πλοίων, οι εκτιμήσεις των αρμόδιων υπηρεσιών ασφαλείας κάνουν λόγο για επιστροφή των δουλεμπόρων στις «παραδοσιακές» μεθόδους. Δηλαδή, στη διακίνηση ανθρώπων με τη χρήση φουσκωτών λέμβων, στις οποίες συνήθως χειριστής μπαίνει ένας από τους μετανάστες που θέλουν να περάσουν στα ελληνικά νησιά. Στα τουρκικά παράλια βρίσκεται έτοιμος ο μηχανισμός παραγωγής λέμβων, μηχανών και σωσιβίων, όπως και τα κυκλώματα που γνωρίζουν τη «δουλειά». Η απέναντι πλευρά, ωστόσο, έχει λάβει το μήνυμα ότι η φύλαξη των θαλάσσιων συνόρων είναι σημαντικά πιο ενισχυμένη, με 55 σκάφη του Λιμενικού, πλοία του Πολεμικού Ναυτικού και 30 ταχύπλοα τύπου Magna.
Τα τελευταία χρόνια, τα δρομολόγια των προσφύγων και μεταναστών ακολουθούν και οι κυνηγημένοι από το τουρκικό καθεστώς γκιουλενιστές. Μάλιστα, έχουν υπάρξει καταγγελίες για δράση των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών (ΜΙΤ) σε ελληνικό έδαφος για την παρακολούθηση των «εχθρών» του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Η τουρκική κυβέρνηση δεν έπαψε ποτέ να φοβάται την οργάνωση αντιπολιτευτικών πυρήνων εκτός Τουρκίας, ως το αντίπαλον δέος του ερντογανικού καθεστώτος που μακροπρόθεσμα θα μπορούσε δυνητικά να προκαλέσει προβλήματα.
Πηγές της λεωφόρου Κατεχάκη εξηγούν ότι από το πραξικόπημα στη γειτονική χώρα και μετά έφτασαν στην Ελλάδα περίπου 30.000-35.000 Τούρκοι υπήκοοι. Κάποιοι εξ αυτών ήταν γκιουλενιστές και κάποιοι δεν ήταν, αλλά φοβήθηκαν ότι θα κυνηγηθούν στην πατρίδα τους γιατί θα τους έβαζαν αναπόφευκτα τη «σφραγίδα» του γκιουλενιστή. Σήμερα, ωστόσο, ένα πολύ μικρό ποσοστό εξ αυτών εξακολουθεί να βρίσκεται στην Ελλάδα (υπολογίζονται σε 5.000-6.000), καθώς η συντριπτική πλειονότητά τους έφυγε για άλλες χώρες. Πρόκειται για Τούρκους που ανήκαν κυρίως στην αστική τάξη της Τουρκίας και οι οποίοι διαθέτουν πτυχία και επαγγελματική πορεία που τους δίνουν τη δυνατότητα γρήγορης απορρόφησης στη χώρα όπου τελικά θα εγκατασταθούν.
Οπως εξηγούν καλά πληροφορημένες πηγές, οι Τούρκοι που έφτασαν στην Ελλάδα και είχαν προφίλ «οργανωμένου» γκιουλενιστή έχουν εγκαταλείψει τη χώρα μας, ενώ αυτοί που παραμένουν εδώ είναι Τούρκοι που δεν είχαν σχέσεις με πυρήνες του Γκιουλέν
Από το ΕΘΝΟΣ