Στις τρεις πιο γερασμένες πληθυσμιακά χώρες της ΕΕ βρίσκεται η Ελλάδα σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιοποίησε η Eurostat για το 2022, καθώς η διάμεση ηλικία του πληθυσμού της ανέρχεται στα 46,1 έτη.
Η αύξηση της διάμεσης ηλικίας στη χώρα μας ήταν η τρίτη υψηλότερη σε επίπεδο ΕΕ με +4,1 έτη, ενώ στην κορυφή βρέθηκε η Πορτογαλία με +4,7 έτη), ακολουθούμενη από την Ισπανία (+4,3 έτη), και τη Σλοβακία (+4,1 έτη όπως και η Ελλάδα).
Σε επίπεδο ΕΕ, την 1η Ιανουαρίου 2022, η διάμεση ηλικία του πληθυσμού της Ενωσης έφτασε τα 44,4 έτη, 0,3 έτη περισσότερα από το 2021. Αυξήθηκε κατά 2,5 έτη καθώς το 2012 ήταν 41,9 έτη. Αυτό σημαίνει ότι ο μισός πληθυσμός της ΕΕ ήταν άνω των 44,4 ετών, ενώ ο άλλος μισός ήταν νεότερος.
Σε όλες τις χώρες της ΕΕ, η διάμεση ηλικία κυμαινόταν από 38,3 έτη στην Κύπρο, 38,8 στην Ιρλανδία και 39,7 στο Λουξεμβούργο έως 48,0 έτη στην Ιταλία και 46,8 στην Πορτογαλία. Συνολικά, 18 χώρες της ΕΕ ήταν κάτω από τη μέση ηλικία της ΕΕ.
Μεταξύ 2012 και 2022, ο δείκτης αυτός αυξήθηκε σε όλα τα μέλη της ΕΕ εκτός από τη Σουηδία, όπου μειώθηκε (από 40,8 έτη το 2012 σε 40,7 έτη το 2022). Στη Μάλτα, δεν υπήρξε αλλαγή στη διάμεση ηλικία μεταξύ 2012 και 2022, παραμένοντας στα 40,4 έτη.
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ
Μεταξύ 2021 και 2022, η διάμεση ηλικία αυξήθηκε σε 24 χώρες της ΕΕ, ενώ μειώθηκε στη Γερμανία (-0,1 έτη) και παρέμεινε σταθερή στην Αυστρία και την Ολλανδία. Η μεγαλύτερη αύξηση της διάμεσης ηλικίας μεταξύ 2021 και 2022 παρατηρήθηκε στην Ελλάδα (+0,6 έτη) και στην Τσεχία (+0,5).
Το ποσοστό εξάρτησης ηλικιωμένων
Εκτός από την αύξηση της διάμεσης ηλικίας, ο δείκτης εξάρτησης των ηλικιωμένων στην ΕΕ, που ορίζεται ως ο λόγος του αριθμού των ηλικιωμένων (ηλικίας 65 ετών και άνω) σε σύγκριση με τον αριθμό των ατόμων σε ηλικία εργασίας (15-64 ετών), αυξήθηκε επίσης το 2022.
Ο δείκτης εξάρτησης των ηλικιωμένων στην ΕΕ ήταν 33% το 2022, 0,5 ποσοστιαίες μονάδες (π.μ.) υψηλότερος από το 2021, υποδηλώνοντας ανοδική τάση. Από το 2012 (27,1%), ο δείκτης αυτός αυξήθηκε κατά 5,9 π.μ.
Ο δείκτης αυτός διέφερε μεταξύ των μελών της ΕΕ, αλλά παρέμεινε πάνω από το 20% σε όλα τα κράτη. Τα υψηλότερα ποσοστά καταγράφηκαν στην Ιταλία (37,5%), στη Φινλανδία (37,4%) και στην Πορτογαλία (37,2%), ενώ τα χαμηλότερα στο Λουξεμβούργο (21,3%), στην Ιρλανδία (23,1%) και στην Κύπρο (24,5%).
Σε σύγκριση με μια δεκαετία πριν, οι μεγαλύτερες αυξήσεις στους δείκτες ήταν στη Φινλανδία (+9,7 π.μ.), στην Πολωνία (+9,6 π.μ.) και στην Τσεχία (+9,2 π.μ.) και τη χαμηλότερη στο Λουξεμβούργο (+1,0 π.μ.), στην Αυστρία (+3,1 π.μ. ) και τη Γερμανία (+3,3 π.μ.).
Πηγή: ot.gr