Προκαταρκτική εξέταση διέταξε αυτεπαγγέλτως η Εισαγγελία Βόλου για τα εννέα κρούσματα κορωνοϊού σε δομή υγείας στη Μαγνησία, από την οποία χθες αργά το απόγευμα εκτός από τους εννιά ασθενείς που αρχικά μεταφέρθηκαν για νοσηλεία με στο Νοσοκομείο, προστέθηκαν άλλοι τρεις ηλικιωμένοι, δύο γυναίκες και ένας άνδρας, οι οποίοι βρέθηκαν θετικοί στον κορωνοϊό.
Με αφορμή δημοσιεύματα του Τύπου, ανατέθηκε στο Αστυνομικό Τμήμα Βόλου η λήψη καταθέσεων για να διαπιστωθεί αφενός εάν τηρούνταν τα μέτρα αποτροπής εξάπλωσης του κορωνοϊού στη μονάδα φροντίδας υγείας, αφετέρου αν ελέγχθηκε η εν λόγω μονάδα από την αρμόδια επιτροπή εποπτείας
Βραδινές ώρες της περασμένης Τρίτης διακομίστηκαν στο Αχιλλοπούλειο εννέα κρούσματα κορωνοϊού. Επρόκειτο για άτομα ηλικίας από 65 έως 89 χρόνων, έξι γυναίκες και τρεις άνδρες, οι οποίοι αντιμετωπίζουν διάφορα προβλήματα υγείας και φιλοξενούνταν σε μονάδα φροντίδας υγείας. Οι ασθενείς διακομίστηκαν εσπευσμένα στο Γενικό Νοσοκομείο Βόλου για νοσηλεία στη Β’ Κλινική COVID-19.
Σύμφωνα με πληροφορίες, στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης ζητείται καταρχήν να διαπιστωθεί ποια είναι η μονάδα υγείας όπου παρουσιάστηκαν τα κρούσματα και ποια είναι η νόμιμη εκπροσώπησή της. Από κει και πέρα στον φάκελο της υπόθεσης, σύμφωνα με τις οδηγίες που έχουν δοθεί, θα επισυναφθούν οι ιατρικοί φάκελοι των ασθενών τόσο από τη δομή για να διαπιστωθούν τα υποκείμενα νοσήματα των ασθενών και οι ευπαθείς τους ομάδες, όσο και από το Γενικό Νομαρχιακό Νοσοκομείο Βόλου, ώστε να υπάρχει εικόνα για την πορεία της υγείας τους και την κατάστασή τους.
Επιπλέον θα γίνει ένορκη κατάθεση του εκπροσώπου της Περιφέρειας Θεσσαλίας στην επιτροπή εποπτείας, καθώς η Εισαγγελία Βόλου ζητεί να διαπιστωθεί ποιος είναι ο εκπρόσωπος της Περιφέρειας και να κληθεί σε κατάθεση για να ερευνηθεί αν ελέγχθηκε η δομή υγείας το προηγούμενο διάστημα από την εν λόγω επιτροπή.
Απώτερος στόχος της εισαγγελικής έρευνας είναι να διαπιστωθεί αν υπήρξε παραβίαση των μέτρων για την πρόληψη και μετάδοση του νέου κορωνοϊού, από την οποία ασθένησαν άνθρωποι, παράβαση η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 285 του Ποινικού Κώδικα, τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος.