Προ των πυλών ενός νέου κύκλου αναπροσαρμογών βρίσκεται η εγχώρια αγορά χρήματος, μετά τη χθεσινή αύξηση από την ΕΚΤ του βασικού επιτοκίου του ευρώ κατά 50 μονάδες βάσης.
Παρά τις ανησυχίες για το χρηματοπιστωτικό σύστημα διεθνώς, μετά την κατάρρευση αμερικανικών τραπεζών και την ανάδειξη προβλημάτων της ελβετικής Credit Suisse, την οποία στήριξαν εκτάκτως οι τοπικές εποπτικές αρχές, το ΔΣ της Ευρωτράπεζας προχώρησε σε περαιτέρω σύσφιξη της νομισματικής της πολιτικής.
Από τη μία πλευρά, θα κινηθεί σε υψηλότερα επίπεδα το κόστος δανεισμού για την πλειονότητα των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, αλλά από την άλλη θα ενισχυθούν οι αποδόσεις στους λογαριασμούς προθεσμίας, προς όφελος όσων διατηρούν σήμερα ρευστότητα.
Πάντως, μετά τη χθεσινή συνέντευξη τύπου της επικεφαλής της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ, ασφαλείς προβλέψεις για την πορεία των επιτοκίων από εδώ και στο εξής δεν μπορούν να διατυπωθούν.
Όπως ανέφερε, η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού παραμένει κεντρικός στόχος των αποφάσεων που λαμβάνονται στην Φρανκφούρτη, σημείωσε ωστόσο ότι οι όποιες κινήσεις θα γίνουν υπό το πρίσμα των εισερχόμενων οικονομικών και χρηματοοικονομικών στοιχείων.
Τι αλλάζει στην Ελλάδα
Ανεξάρτητα όμως από τι θα γίνει στη συνέχεια, η διαμόρφωση των ευρω-επιτοκίων στα υψηλότερα επίπεδα από το 2008, αναπόφευκτα θα επηρεάσει την επιτοκιακή πολιτική των ελληνικών τραπεζών.
Αναλυτικότερα:
– Υφιστάμενα δάνεια σταθερού επιτοκίου
Δεν αλλάζει τίποτε στις δόσεις των χορηγήσεων με σταθερό επιτόκιο, για όσο διάρκεια αυτό βρίσκεται σε ισχύ.
– Υφιστάμενες χορηγήσεις κυμαινόμενου επιτοκίου
Οι δανειολήπτες της κατηγορίας θα επιβαρυνθούν για μία ακόμη φορά από τον περασμένο Σεπτέμβριο με υψηλότερες δόσεις.
Εάν το δάνειό τους είναι συνδεδεμένο με το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ η αναπροσαρμογή του τελικού επιτοκίου, με βάση το οποίο υπολογίζονται οι μηνιαίες καταβολές τους θα είναι άμεση, διαμορφούμενη στις 50 μονάδες βάσης.
Από την άλλη, στις συμβάσεις με κόστος συνδεδεμένο με τους δείκτες euribor, η άνοδος του επιτοκίου θα είναι σταδιακή. Με βάση την προηγούμενη εμπειρία, χρειάζεται περίπου ένας μήνας για να φτάσει ο 3μηνος δείκτης euribor στα επίπεδα του επιτοκίου της ΕΚΤ.
Η επιβάρυνση πάντως σε σύγκριση με τα χαμηλά της περυσινής χρονιάς είναι σημαντική. Για παράδειγμα, στα στεγαστικά δάνεια, όπου με βάση τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος το μέσο spread διαμορφώνεται σε 2%, η τελευταία άνοδος των ευρωπαϊκών επιτοκίων θα οδηγήσει το τελικό ετησιοποιημένο κόστος στη ζώνη του 5,50%.
Έτσι, η μηνιαία καταβολή ανά 100.000 ευρώ στεγαστικού δανείου 15ετούς διάρκειας από τα 650 ευρώ τον Ιούλιο του 2022, έχει ήδη αναρριχηθεί στα 790 ευρώ και μετά την τελευταία κίνηση της ΕΚΤ θα φτάσει τα 820 ευρώ περίπου το επόμενο δίμηνο.
Πρόκειται για μία αύξηση της τάξης του 26%, που σε ετήσια βάση ισοδυναμεί με ένα ποσό άνω των 2.000 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε 3 παλαιές μηνιαίες δόσεις.
– Νέες χρηματοδοτήσεις
Στον βαθμό που το επιτρέψουν οι συνθήκες στις αγορές, οι τράπεζες θα περιορίσουν όσο το δυνατόν περισσότερο τις αυξήσεις στα επιτόκια των νέων χορηγήσεων. Δείγματα γραφής προς αυτή την κατεύθυνση δόθηκαν τους προηγούμενους μήνες.
Παρά την ενίσχυση των διατραπεζικών δεικτών euribor, τα πιστωτικά ιδρύματα δεν προχώρησαν σε αυξήσεις των σταθερών επιτοκίων, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις κούρεψαν τα spreads στα κυμαινόμενα προγράμματα, απορροφώντας μέρος των πιέσεων.
– Καταθέσεις
Στα προϊόντα ανοιχτής ζήτησης δεν αναμένονται μεταβολές στην επιτοκιακή πολιτική των τραπεζών.
Στις προθεσμιακές καταθέσεις ωστόσο εκτιμάται ότι τις επόμενες εβδομάδες θα υπάρξουν νέες κινήσεις ενίσχυσης των αποδόσεων.
Όπως ανέφεραν στις τελευταίες τηλεδιασκέψεις με αναλυτές οι διοικήσεις των τεσσάρων συστημικών ομίλων, εντός του 2023 ένα ποσοστό της τάξης του 50% – 65% από τις αυξήσεις στα ευρωπαϊκά επιτόκια θα περάσει στα καταθετικά προϊόντα.
Αυτό σημαίνει ότι οι τράπεζες θα βελτιώσουν την ετησιοποιημένη ανταμοιβή των καταθετών και 20 – 30 μονάδες βάσης στον επερχόμενο γύρο αλλαγών.
Πηγή ΟΤ