Την Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2024 η Ένωση Ξενοδόχων Μαγνησίας συμμετείχε στη συνεδρίαση του Συμβουλίου Προέδρων των Πρωτοβάθμιων Ξενοδοχειακών Ενώσεων Μελών της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ξενοδόχων (Π.Ο.Ξ.), με μοναδικό θέμα συζήτησης τον συντονισμό κοινών συνδικαλιστικών δράσεων ως αντίδραση στις νέες επιβαρύνσεις που ανακοινώθηκε ότι θα επιβληθούν.
Όπως αναφέρεται σε ανακοίνωση:
Οι νέες επιβαρύνσεις που αφορούν στο ξενοδοχειακό προϊόν (αύξηση του τέλους ανθεκτικότητας στη κλιματική κρίση και του τέλους διαμονής παρεπιδημούντων) δυστυχώς εκφράζουν την αδυναμία (ή μήπως απροθυμία;) της πολιτείας να θέσει ουσιαστικούς κανόνες και περιορισμούς στη δραστηριότητα της βραχυχρόνιας μίσθωσης.
Μετά από μεγάλο αγώνα, το «μπαλάκι» για τις επιβαρύνσεις των ξενοδόχων μετακύλησε στους δήμους. Οφείλουν λοιπόν και καλούμε τους δήμους και τους Βουλευτές μας στη Μαγνησία να αντιδράσουν άμεσα. Κύριο αίτημά μας είναι να απαλλαγούμε από το περιβαλλοντικό τέλος και πρότασή μας να επιστραφούν τα χρήματα, που έχουν ήδη δοθεί, ως βοήθεια από το κράτος.
Συμφωνήσαμε ότι από τη στιγμή που αντιπολίτευση στην ουσία δεν υπάρχει αυτό το διάστημα – λόγω των εκλογών των κομμάτων – για να
ενισχυθούν οι θέσεις μας, επιβάλλεται οι ξενοδόχοι να επιμείνουμε στα αιτήματά μας με πιο σκληρές ανακοινώσεις, ειδικά σε ότι αφορά το περιβαλλοντικό τέλος, δεδομένου ότι δεν έχουν αυξηθεί αναλογικά τόσο οι κλίνες των ξενοδοχείων και το περιβάλλον επιβαρύνεται τελικά από τη βραχυχρόνια μίσθωση, που χρόνια καταγγέλουμε ως Ένωση Ξενοδόχων ότι λειτουργεί καταχρηστικά και αθέμιτα σε όλα τα επίπεδα.
Δε δεχόμαστε να συνεχίζουν να κρύβουν κάποιοι- για λόγους που δεν κατανοούμε- κάτω από το «χαλί» τη σκληρή πραγματικότητα και να μην υπολογίζουν την αναλογικότητα στην ευθύνη, για την κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει οι ξενοδόχοι γενικά, αλλά και ειδικά στη Μαγνησία και τη Θεσσαλία.
Παραθέτουμε τα βασικά σημεία των κοινών θέσεων μας με την ΠΟΞ:
● Κάθε επιβάρυνση στην τιμή πώλησης του προϊόντος μας έχει αντίκτυπο στην ανταγωνιστικότητα. Κι αυτό συμβαίνει δυστυχώς σε μια χρονική στιγμή που βλέπουμε σημάδια κόπωσης ακόμη και σε δημοφιλείς ελληνικούς προορισμούς ενώ οι ανταγωνιστές στην ευρύτερη γειτονιά μας διεκδικούν όλο και μεγαλύτερα μερίδια από την πίτα των ευρωπαϊκών τουριστικών προορισμών.
● Η αύξηση κατά 50% στο τέλος παρεπιδημούντων δεν είναι καθόλου μικρή όπως υποστηρίζει η κυβέρνηση. Και το χειρότερο είναι πως επιβάλλεται οριζόντια χωρίς να λαμβάνει υπόψη ποιος είναι πραγματικά υπεύθυνος για την επιβάρυνση των τοπικών υποδομών. Μέσα στην πενταετία 2019 – 2023 οι κλίνες της βραχυχρόνιας μίσθωσης αυξήθηκαν κατά 100%, όταν οι κλίνες των ξενοδοχειακών μονάδων μόλις κατά 3,5%. Αυτή την αναλογικότητα στην ευθύνη δεν την βλέπουμε να αποτυπώνεται στην αύξηση του τέλους.
● Η αιφνίδια αύξηση του Τέλους Ανθεκτικότητας απειλεί την ανθεκτικότητα των επιχειρήσεών μας. Μετατρεπόμαστε σε εισπράκτορες δημοσίων εσόδων ρισκάροντας τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεών μας. Σε ένα περιβάλλον πληθωρισμού και ακρίβειας σε όλη την Ευρώπη, το να καλείται ο πελάτης του ελληνικού ξενοδοχείου να πληρώσει έως και 15,00 ευρώ περισσότερα για τη κάθε διανυκτέρευσή του προσκρούει στην κοινή λογική και θα έχει επιπτώσεις.
● Υπάρχουν ήδη οι πρώτες αντιδράσεις από το εξωτερικό. Με επιστολή προς την Υπουργό Τουρισμού Όλγα Κεφαλογιάννη, η Γερμανική Ταξιδιωτική Ένωση (DRV), «κρούει τον κώδωνα του κινδύνου» και προειδοποιεί για το ενδεχόμενο αποσταθεροποίησης της σχέσης της γερμανικής τουριστικής αγοράς, με την ελληνική. Η DRV εκπροσωπεί την ταξιδιωτική βιομηχανία στη Γερμανία, με τα μέλη της να αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο μέρος των πωλήσεων στην αγορά ταξιδιωτικών πρακτόρων και tour operators. Δεν είναι λοιπόν οι ξενοδόχοι υπερβολικοί στις ανησυχίες τους, όπως έσπευσαν να πουν κάποιοι. Η ανησυχία μας επιβεβαιώνεται και τα δυσάρεστα αποτελέσματα αυτών των επιλογών θα τα βρούμε μπροστά μας.
● Για άλλη μια φορά πρυτανεύει η λογική του «δος ημίν σήμερον» . Η κυβέρνηση ενδιαφέρεται για βραχυπρόθεσμες εισροές στα δημόσια ταμεία, αλλά μεσομακροπρόθεσμα ροκανίζουμε το κλαδί του τουρισμού πάνω στο οποίο στηρίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό η ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας και η συνοχή των τοπικών μας κοινωνιών.
● Η θεωρία του «υπερτουρισμού» έγινε το βολικό άλλοθι για να πληρώσουν και πάλι το μάρμαρο οι ξενοδόχοι. Δυστυχώς από ορισμένες πλευρές καλλιεργείται ο κοινωνικός αυτοματισμός, αλλά τέτοιες λογικές έχουν μόνον αρνητικές συνέπειες.
● Ετοιμαζόμαστε για τη σεζόν του 2025 και δεν υπάρχει λόγος να εξωραΐζουμε την κατάσταση ούτε να προσποιούμαστε ότι δεν συμβαίνει τίποτα. Το ρίσκο που ανέλαβε η κυβέρνηση με τις επιβαρύνσεις που αποφάσισε είναι μεγάλο και τις συνέπειες θα τις βρούμε μπροστά μας.
● Εξίσου απογοητευτικό είναι και το ζήτημα της διαχείρισης της βραχυχρόνιας μίσθωσης. Επί της ουσίας συνεχίζεται ένα καθεστώς ασυδοσίας, χωρίς κανόνες. Οι περιορισμοί σε κάποιες περιοχές της Αθήνας είναι σταγόνα στον ωκεανό. Παρά τις σοβαρές κοινωνικές επιπτώσεις ειδικά στο ζήτημα της στέγασης, παρά τον αθέμιτο ανταγωνισμό προς τα νόμιμα αδειοδοτημένα τουριστικά καταλύματα, παρά τα σοβαρά προβλήματα ποιότητας, ασφάλειας και δημόσιας υγείας που ανά πάσα στιγμή μπορεί να πλήξουν την εικόνα της χώρας, η κυβέρνηση δεν προχώρησε με την τόλμη που απαιτούν οι περιστάσεις.
● Η ΑΑΔΕ έχει καταγραμμένα 100.000 ακίνητα βραχυχρόνιας μίσθωσης αλλά από τις πλατφόρμες προκύπτει πως είναι τουλάχιστον 200.000. Από αυτά τα ακίνητα το 2023 δηλώθηκαν έσοδα 700 εκατομμυρίων ευρώ ενώ από τα ξενοδοχεία δηλώθηκαν 10,5 δις. Άρα με την ίδια πάνω – κάτω προσφορά κλινών έχουν δηλωθεί σχεδόν 10 δις λιγότερα έσοδα. Προς τι λοιπόν αυτή η ανεκτικότητα και η προστασία προς τη βραχυχρόνια μίσθωση; Γιατί επιλεκτικά στο συγκεκριμένο ζήτημα το κράτος κλείνει τα μάτια; Εδώ πρέπει να δοθούν σαφείς απαντήσεις.
● Τα τελευταία χρόνια, ενώ ο ιδιωτικός τομέας στον τουρισμό έχει αναδειχθεί δυναμικά, οι δημόσιες υποδομές δεν έχουν ακολουθήσει τον ίδιο ρυθμό ανάπτυξης, με αποτέλεσμα να έχουν μείνει πίσω. Η ύπαρξη ποιοτικών δημόσιων υποδομών είναι απαραίτητη πρώτα από όλα για τη βελτίωση της ζωής των μονίμων κατοίκων και κατ΄επέκταση και των επισκεπτών τους. Γιατί μια περιοχή που δεν είναι φιλόξενη για τους κατοίκους της δεν μπορεί να είναι ελκυστική για τους επισκέπτες της. Η ανάπτυξη των απαραίτητων δημόσιων υποδομών θα δώσει στις ήδη αναπτυγμένες τουριστικά περιοχές τα μέσα να διαχειριστούν καλύτερα τις ροές τουριστών, ενώ στις λιγότερο ανεπτυγμένες θα προσφέρει πλεονεκτήματα που θα τις βοηθήσουν να κάνουν το προϊόν τους πιο ελκυστικό.
Η Ένωση Ξενοδόχων Μαγνησίας συντάσσεται μαζί με τις υπόλοιπες ενώσεις – μέλη της Π.Ο.Ξ. και εξακολουθεί με σθεναρότητα να επιμένει
στο αίτημά της, το τέλος ανθεκτικότητας στην κλιματική κρίση και το τέλος διαμονής να μην ισχύσουν στη Θεσσαλία για τουλάχιστον 2 χρόνια.
Συνεχίζουμε τις συλλογικές μας προσπάθειες, γιατί «όλοι μαζί μπορούμε»…