Ακόμα μια έρευνα εμπλουτίζει τα ερευνητικά ευρήματα που συνδέουν την έκθεση σε στρεσογόνους παράγοντες με την εμφάνιση καρδιαγγειακών νοσημάτων εστιάζοντας στην επίδραση του άγχους στην αρτηριακή πίεση.
Σύμφωνα με τα πρόσφατα ερευνητικά ευρήματα δημοσιευμένα στο Hypertension, ενήλικες που έχουν φυσιολογικές τιμές της αρτηριακής πίεσης και παρουσιάζουν όμως υψηλές τιμές των ορμονών του στρες είναι πιο πιθανό να εμφανίσουν υπέρταση και καρδιαγγειακά επεισόδια σε σύγκριση με εκείνους που είχαν χαμηλότερες τιμές στα επίπεδα των ορμονών του στρες.
Πλήθος ερευνών μάλιστα υποστηρίζει ότι η σύνδεση μυαλού και καρδιάς είναι τόσο δυνατή που το μυαλό ενός ατόμου μπορεί να επηρεάσει θετικά ή αρνητικά την καρδιαγγειακή του υγεία, τους παράγοντες κινδύνου που σχετίζονται με τα καρδιαγγειακά νοσήματα, καθώς και την καρδιαγγειακή πρόγνωση με την πάροδο του χρόνου.
Το ενδιαφέρον της παρούσας έρευνας είναι ότι εστίασε σε άτομα που δεν είχαν διαγνωστεί με υπέρταση, εξετάζοντας ένα κομμάτι του γενικού πληθυσμού με στόχο την πρόληψη των περιστατικών υπέρτασης και της εμφάνισης καρδιαγγειακής νόσου.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, τέσσερις είναι αυτές οι υπεύθυνες ορμόνες που αυξάνουν τις πιθανότητες εμφάνισης της υπέρτασης: «Η νορεπινεφρίνη, η επινεφρίνη ή αλλιώς η αδρεναλίνη, η ντοπαμίνη και η κορτιζόλη μπορούν να αυξηθούν λόγω του το άγχους από τα γεγονότα της καθημερινής ζωής, την εργασία, τις διαπροσωπικές σχέσεις και τα οικονομικά μεταξύ άλλων παραγόντων. Επιβεβαιώσαμε λοιπόν ότι το στρες είναι ένας βασικός παράγοντας που συμβάλλει στον κίνδυνο εμφάνισης της υπέρτασης και καρδιαγγειακών επεισοδίων» ανέφερε σχετικά ο συντάκτης της μελέτης Kosuke Inoue, επίκουρος καθηγητής κοινωνικής επιδημιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Κιότο στην Ιαπωνία.
Η νορεπινεφρίνη, η επινεφρίνη και η ντοπαμίνη είναι μόρια γνωστά ως κατεχολαμίνες που διατηρούν τη σταθερότητα σε όλο το αυτόνομο νευρικό σύστημα – το σύστημα που ρυθμίζει τις ακούσιες λειτουργίες του σώματος όπως τον καρδιακό ρυθμό, την αρτηριακή πίεση και την αναπνοή. Η κορτιζόλη είναι μια στεροειδής ορμόνη που απελευθερώνεται όταν κάποιος βιώνει κάποια αγχωτική κατάσταση και ρυθμίζεται από τον άξονα υποθαλάμου-υπόφυσης-επινεφριδίων, ο οποίος ρυθμίζει την αντίδραση του οργανισμού στο στρες.
Ποιους αφορούσε η μελέτη και η μεθοδολογία της
H συγκεκριμένη μελέτη με την ονομασία MESA Stress 1 αποτελεί μέρος της Πολυεθνικής Μελέτης Αθηροσκλήρωσης (MESA), που αφορούσε στους παράγοντες κινδύνου αθηροσκλήρωσης σε 6.000 άντρες και γυναίκες από έξι κοινότητες των ΗΠΑ. Στο πλαίσιο των εξετάσεων 3 της μελέτης MESA (που διεξήχθησαν μεταξύ Ιουλίου 2004 και Οκτωβρίου 2006), λευκοί, Αφρο-αμερικανοί και Ισπανόφωνοι συμμετέχοντες με φυσιολογική αρτηριακή πίεση από τις περιοχές της Νέας Υόρκης και του Λος Άντζελες κλήθηκαν να συμμετάσχουν στην προκειμένη υπομελέτη MESA Stress 1.
Οι ερευνητές ανέλυσαν τα επίπεδα της νορεπινεφρίνης, της επινεφρίνης, της ντοπαμίνης και της κορτιζόλης σε 412 ενήλικες ηλικίας 48 έως 87 ετών. Σχεδόν οι μισοί από αυτούς ήταν γυναίκες, ενώ το 54% ήταν Ισπανόφωνοι, το 22% ήταν Αφρο-αμερικανοί και το 24% ήταν λευκοί. Για να υπολογιστούν οι τιμές των ορμονών, οι συμμετέχοντες υποβλήθηκαν σε μια εξέταση ούρων διάρκειας 12 ωρών.
Τρεις επανεξετάσεις έγιναν μεταξύ του 2005 και του 2018 για να ελεγχθεί μια πιθανή εμφάνιση υπέρτασης ή καρδιαγγειακών επεισοδίων όπως πόνος στο στήθος, διενέργεια αγγειοπλαστικής επέμβασης μετά από έμφραγμα ή εγκεφαλικό.
Τα ευρήματα της μελέτης συνοψίζονται ως εξής:
Σε μια επανεξέταση 6,5 χρόνων μετά την αρχική εξέταση, κάθε διπλασιασμός των επιπέδων των τεσσάρων ορμονών συσχετίστηκε με 21-31% αύξηση του κινδύνου εμφάνισης υπέρτασης.
Στην επανεξέταση μετά από σχεδόν 11,2 χρόνια, ο κίνδυνος εμφάνισης καρδιαγγειακών επεισοδίων εκτοξεύτηκε στο 90% με κάθε διπλασιασμό των επιπέδων της κορτιζόλης.
«Το επόμενο βασικό ερευνητικό ερώτημα είναι εάν και σε ποιον πληθυσμό θα μπορούσε να είναι χρήσιμος ο έλεγχος ορμονών του στρες. Επί του παρόντος, αυτές οι ορμόνες μετρώνται μόνο όταν υπάρχει υποψία υπέρτασης με υποκείμενη αιτία ή άλλες σχετικές ασθένειες. Ωστόσο, εάν ο πρόσθετος έλεγχος θα μπορούσε να βοηθήσει στην πρόληψη της υπέρτασης και καρδιαγγειακά συμβάντα, μπορεί να θέλουμε να μετράμε αυτά τα επίπεδα ορμονών πιο συχνά» καταλήγει ο Kosuke Inoue.