Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024 08:55
ΚΟΙΝΩΝΙΑ

«Έτσι σώθηκα στο ναυάγιο του Σάμινα»!






Δεκαέξι χρόνια από την ανείπωτη τραγωδία του «ΕΞΠΡΕΣ ΣΑΜΙΝΑ», η διασωθείσα Στέλλα Κυριαζάνου, μιλάει στο G- Weekend Journal και φέρνει στο μυαλό της τις σκηνές που βίωσε, λίγο πριν χαθεί στα αγριεμένα νερά της Πάρου το πλοίο που… πήρε στο βυθό 81 ψυχές.

Πέρασαν κιόλας 16 χρόνια (26 Σεπτεμβρίου του 2000) από την τραγωδία του Σάμινα. Από το βράδυ που 81 ψυχές έχασαν την ζωή τους στα αγριεμένα νερά της Πάρου. Από το βράδυ που όσοι κατάφεραν να επιζήσουν ζουν μέχρι σήμερα μ’ αυτό. Όπως κι η Στέλλα Κυριαζάνου, η οποία είχε Άγιο, όπως λέει στο Gazzetta Weekend Journal, εξιστορώντας τις στιγμές που βίωσε εκείνη τη νύχτα της απόλυτης τραγωδίας.

«Θα ξεκινήσω από τη στιγμή που ήμουν στην καμπίνα με έναν κύριο και το παιδί του. Φτάναμε όμως στην Πάρο, ήξερα ότι περίπου μισή ώρα πριν αράξουμε στο λιμάνι ακούγεται η σχετική ανακοίνωση, τη συγκεκριμένη νύχτα όμως τίποτα. Έτσι, είπα να βγω στο σαλόνι της πρώτης θέσης για να δω πού ακριβώς βρισκόμαστε. Ξαφνικά ακούγεται ένας θόρυβος, αλλά δεν καταλάβαμε όσοι ήμασταν μέσα ότι είχαμε βρει στα βράχια.

Τα πάντα άρχισαν να εξελίσσονται πολύ γρήγορα. Δεν υπήρχε ενημέρωση ότι βουλιάζουμε, προσπαθούσαμε ο ένας με τον άλλον να βοηθηθούμε. Στη συνέχεια, θυμάμαι ότι βγήκα στο πίσω κατάστρωμα, μερικοί επιβάτες είχαν ανακαλύψει κάποια σωσίβια. Και λέω επιβάτες διότι δεν είδαμε κανέναν από το πλήρωμα. Εμένα με βοήθησε ένας συνεπιβάτης μου να το βάλω σωστά διότι αρχικά το είχα τοποθετήσει λανθασμένα.

Το καλό είναι ότι στις πρώτες στιγμές υπήρχε ηρεμία, δεν τρομάξαμε τόσο πολύ. Ίσως γιατί βλέπαμε τα φώτα της Παροικιάς. Πού να φανταστούμε ότι σε λιγότερο από μισή ώρα τα πάντα θα είχαν χαθεί! Τα ελάχιστα φώτα που βλέπαμε να είναι απέναντί μας, μας έκαναν να ξέρουμε ότι δεν απέχουμε μακριά από τη στεριά. Επίσης, ακούσαμε ότι ήδη έχουν ενημερωθεί βάρκες που είχαν ξεκινήσει να έρχονται για να μας σώσουν.

Πάρα πολύ γρήγορα το καράβι άρχισε να γέρνει. Ξαφνικά οι διπλανοί μου χάθηκαν. Εγώ συνέχισα να στέκομαι εκεί, στο κατάστρωμα. Δεν είχα αντιδράσει, δεν μπορούσα. Μου ήταν αδύνατον. Ξέρετε, ήμουν στο κατάστρωμα της πρώτης θέσης που έχει ένα ντεκ.Το ρήγμα ήταν πολύ μεγάλο και μέσα σε περίπου μισή ώρα το πλοίο βυθίστηκε.

Εκεί ένας στρατιώτης, ο γνωστός Βασίλης Ραχούτης που βοήθησε πολλούς εκείνο το βράδυ, μου φωνάζει “έλα πάνω”. Αρχικά σάστισα. Λέω: “ποιος είσαι εσύ και πού ξέρεις τι πρέπει να κάνουμε”; Μου απάντησε να τον εμπιστευτώ και χωρίς να διστάσω τον ακολούθησα. Βρέθηκα στο ψηλότερο μέρος του καραβιού και ευτυχώς που τον άκουσα, γιατί αλλιώς θα είχα πεθάνει. Εκεί άρχισα να φοβάμαι. Τα φώτα ήδη όλα είχαν σβήσει. Φαινόντουσαν μόνο αυτά, τα μακρινά φωτάκια της Παροικιάς.

Ο κόσμος που υπήρχε λοιπόν στο πιο πάνω κατάστρωμα ήταν πάρα πολύς. Προσπάθησα να κρατηθώ από τα κάγκελα αλλά ήταν αδύνατον. Μπροστά μου υπήρχαν δύο σειρές από ανθρώπινα σώματα, μεταξύ των οποίων πολλά ήταν γυμνά. Το καράβι ξεκίνησε να παίρνει επικίνδυνη κλίση. Άκουγες από μέσα να σπάνε τα πάντα, δεν βλέπαμε τίποτα, παρά μόνο ακούγαμε παιδικές φωνές, κραυγές μεγαλυτέρων.

Μιλάμε για σκηνές Τιτανικού. Αυτές που βλέπαμε στην ταινία και κανείς μας ποτέ δεν περίμενε να βιώσει. Εγώ έμεινα στο πλοίο μέχρι το τέλος. Αυτό ήταν! Το καράβι εξαφανίστηκε στον βυθό της θάλασσας. Εμένα η ρουφήχτρα με πήρε κάτω τρεις φορές και τελικά κατάφερα να μείνω στην επιφάνεια. Ήμουν πολύ τυχερή, απλά ήθελε ο Θεός να επιζήσω. Φυσικά υπήρχε συνέχεια. Από το κατάστρωμα, το δράμα πήρε συνέχεια στη θάλασσα. Ο αέρας με έπαιρνε και με πήγαινε προς την Κορακιά, τον Παρασπόρο δηλαδή. Επέπλεα μαζί με άλλα δέκα άτομα περίπου. Ο μπαμπάς και το παιδί με τους οποίους ήμουν στην καμπίνα δεν ήταν μαζί μου. Πνίγηκαν. Ο στρατιώτης που με βοήθησε, το παλικάρι αυτό επίσης δεν τα κατάφερε, χάθηκε κι αυτό.

Θεέ μου! Ενώ ήμασταν μέσα στη θάλασσα και απλά περιμέναμε ένα θαύμα, εμφανίστηκε μπροστά μας ένα κότερο, το “Αγγελική”. Όμως ήταν αδύνατον να μας πλησιάσει, διότι λόγω των πολλών μποφόρ, αν ερχόταν προς το μέρος μας θα μας σκότωνε. Μας πέταξαν κάτι μικρές βάρκες.  Ανεβαίνουμε πάνω και δεν βλέπουμε κάποια μηχανή. “Κάτσε εδώ και ο Θεός ο βοηθός”, μου λέει ένας κύριος. Το ρεύμα μας πήγαινε πάνω στα βράχια και ευτυχώς λίγο πριν χτυπήσω πάνω στα βράχια, όπου πολλοί πέθαναν χτυπώντας πάνω τους, ήρθε μία λάτζα να με σώσει. Ήταν η βάρκα του Γιάννη Περαντινού, τον οποίο γνώριζα. “Γιάννη σώσε με”, του φώναξα, με προσέγγισε, πέταξε κουλούρες στο νερό και αυτός είναι ο άνθρωπος εξαιτίας του οποίου σήμερα σας μιλάω. Δεν ήταν εύκολο να μας πάρει αμέσως, όμως, γιατί ο αέρας, όπως είπα και πριν, ήταν τόσο έντονος που ήταν σχεδόν αδύνατον να βγούμε από το νερό. Οι άνθρωποι επίσης δεν έβλεπαν τίποτα παραπάνω από τα φωτάκια που υπήρχαν στα σωσίβιά μας. Εμένα με την τέταρτη προσπάθεια με τράβηξε προς τα πάνω. Παραδόξως όσο ήμασταν μέσα σ’ αυτό ήταν ζεστά, μετά που βγήκαμε ήταν πολύ παγωμένα, έτρεμα σαν το ψάρι, είχα πάθει υποθερμία.

Τελικά, πατήσαμε γη στο λιμανάκι της Πούντας, αφού εκεί το επέτρεπαν οι καιρικές συνθήκες. Μόλις κατεβήκαμε, είδαμε ασθενοφόρα και συγγενείς επιβατών. Εκεί ήταν κι ο πατέρας μου με τον αδερφό μου. Είχαν ακούσει ότι το πλοίο προσέκρουσε στα βράχια και έτρεξαν για να με βρουν. Ήταν κι άλλοι που ερχόντουσαν σ’ αυτό το σημείο.

Έτσι σώθηκα εγώ. Δυστυχώς 81 ψυχές δεν τα κατάφεραν».

Ύστερα από τόσα χρόνια υπάρχει κάτι που σας έρχεται στο μυαλό;

«Απλά για εμάς όσο ήμασταν μέσα στο πλοίο, κανείς από το προσωπικό δεν είδα να ενδιαφέρεται. Ακόμη και σήμερα προσπαθώ να το ξεχάσω. Αδύνατον. Γυρνώντας το μυαλό μου σε εκείνες τις στιγμές, λέω ότι πριν βυθιστεί το πλοίο είχα Άγιο. Ήμουν στην καμπίνα και δεν είχε γίνει η συνηθισμένη ανακοίνωση. Αν είχε συμβεί ως συνήθως, δεδομένα θα είχα πνιγεί κι εγώ όπως συνέβη με εκείνον τον άντρα και το παιδί του».

 

Πηγή: gazzetta.gr