«Οι εξαγγελίες της Κυβέρνησης για την αύξηση του κατώτατου μισθού, χάνουν ακόμη και την επιδιωκόμενη επικοινωνιακή τους αξία, καθώς η ίδια η οικονομική πραγματικότητα τις ανατρέπει, τις διαψεύδει και τις απαξιώνει» αναφέρει σε ανακοίνωσή του ο Σύνδεσμος Βιομηχανιών Θεσσαλίας και Κεντρικής Ελλάδας για την αύξηση του κατώτατου μισθού.
Η ανακοίνωση συνεχίζει:
Παράλληλα πυροδοτούν και μια λογική παροχολογίας από το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων που επιχειρούν να πλειοδοτήσουν για να κερδίσουν τη μάχη των εντυπώσεων.
Η οριζόντια αύξηση του κατώτατου μισθού, χωρίς παράλληλες ενέργειες υποστήριξης για τις επιχειρήσεις, το μόνο που καταφέρνει είναι να επιβαρύνει με την αύξηση του κόστους εργασίας, το ήδη υψηλό λειτουργικό κόστος των επιχειρήσεων και να διακινδυνεύει την παραγωγικότητα αλλά και τη ίδια την απασχόληση.
Σε μια περίοδο που οι ελληνικές μικρομεσαίες μεταποιητικές επιχειρήσεις έχουν ξεπεράσει κάθε όριο αντοχής στο κόστος λειτουργίας τους, εξαιτίας του υψηλότατου μη μισθολογικού κόστους, της υπερφορολόγησης, του κόστους ενέργειας αλλά και της αδυναμίας πρόσβασης στη χρηματοδότηση, δεν έχουν άλλα περιθώρια για την απορρόφηση των όποιων επιπλέον επιβαρύνσεων, οι οποίες ενδεχόμενα θα μετακυλιστούν στο κόστος των προϊόντων και στον τελικό καταναλωτή, καθώς δεν μπορούν πλέον να τις χρηματοδοτήσουν οι ίδιες.
Όσον αφορά στο διαθέσιμο εισόδημα των εργαζομένων, αυτό επί της ουσίας δεν θα έχει το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Η διατήρηση του έμμεσου μισθολογικού κόστους της εργασίας σε τόσο υψηλά επίπεδα σε συνδυασμό με την υπερφορολόγηση των εισοδημάτων των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, στην πράξη αποδυναμώνει κάθε παροχή. Επίσης ενδεχόμενες αυξήσεις στα προϊόντα θα επιβαρύνουν την αγοραστική ικανότητα.
Λόγω της αδυναμίας των επιχειρήσεων να ανταπεξέλθουν, σε τόσο υψηλά κόστη, όπως διαμορφώνονται συνολικά, τίθενται σε κίνδυνο οι θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης και η ανάπτυξη, πράγμα για το οποίο όλοι οι εργοδοτικοί φορείς έχουν επικοινωνήσει στην Κυβέρνηση, με μελέτες και με σχετικά παραδείγματα. Η απόκλιση των αμοιβών σε σχέση με τη χαμηλή παραγωγικότητα δεν μπορεί να υποστηρίξει την ανταγωνιστικότητα της εγχώριας παραγωγής.
Αναπόφευκτα παρεμποδίζονται οι προσπάθειες για τη διατήρηση της εύθραυστης πορείας της οικονομίας σε βιώσιμα επίπεδα. Αναχαιτίζονται οι επενδύσεις που, εν τοις πράγμασι, είναι η μόνη λύση για τη δημιουργία νέων και καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας.
Ας ληφθεί δε υπόψη ότι η διεθνής οικονομική συγκυρία δεν είναι η καλύτερη δυνατή. Οι διεθνείς προκλήσεις είναι πολλές και πολυδιάστατες.
Πώς λοιπόν η Ελλάδα, με υψηλό δημόσιο χρέος, με χαμηλή πιστοληπτική διαβάθμιση, χωρίς να έχει επιχειρήσει ουσιαστική έξοδο στις διεθνείς αγορές χρηματοδότησης, με αδυναμία επίλυσης χρόνιων αγκυλώσεων, θα κατορθώσει να καλύψει το μεγάλο επενδυτικό της έλλειμμα;
Οι μισθολογικές αναπροσαρμογές στην οικονομία, δεν επιβάλλονται δια νόμου, με μία κατ΄ επίφαση «συλλογική διαπραγμάτευση», που δεν λαμβάνει καθόλου υπόψη τις τεκμηριωμένες απόψεις και θέσεις των Κοινωνικών Εταίρων.
Μόνη διέξοδος είναι η βιώσιμη ανάπτυξη και η μετάβαση σε μια κοινωνία που παράγει και δεν καταναλώνει μόνο. Δηλαδή η οικονομική μεγέθυνση που θα βασίζεται σε μια παραγωγική βάση εύρωστη και ανταγωνιστική που θα μπορεί να υποστηρίζει με συνέπεια ανταγωνιστικές αμοιβές και εισόδημα.