Η κυβέρνηση απειλεί τους Θεσμούς με εκλογές, αν κοπούν οι συντάξεις -Ολα τα σενάρια
Οι δανειστές δίνουν πρώτη προτεραιότητα στα κοινωνικά αντίμετρα, η κυβέρνηση ρίχνει το βάρος στις συντάξεις και πάνω από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων πλανάται η «απειλή» των πολύ πρόωρων εκλογών.
Κάπως έτσι μπορεί να περιγράψει κανείς την κατάσταση αυτήν τη στιγμή, αλλά και τις επόμενες 15 ημέρες που απομένουν για την κατάθεση του Προσχεδίου, το οποίο χαρακτηρίζεται ως το πρώτο crash test.
Με φόντο το εκρηκτικό φινάλε που είχε η πρώτη μεταμνημονιακή «επίσκεψη» των Θεσμών, μετά από τις διαρροές περί υποτιθέμενης συμφωνίας και τις διαψεύσεις ακόμα κι από κυβερνητικά χείλη, η ουσία είναι ότι εδώ και καιρό η κυβέρνηση εκπέμπει- άλλοτε διπλωματικά κι άλλοτε απροκάλυπτα- το μήνυμα στους «έξω», ότι δεν μπορεί να μπει στην τελική ευθεία των εκλογών με κομμένες τις συντάξεις, γιατί πολύ απλά δεν το αντέχει πολιτικά.
Βουλευτές και υπουργοί εκφράζουν μικρή ή μεγαλύτερη βεβαιότητα ότι οι συντάξεις δεν θα κοπούν, ενώ ο Πρωθυπουργός έχει επιλέξει για ευνόητους λόγους μια πιο συγκρατημένη ρητορική, προβάλλοντας το ότι οι περικοπές δεν είναι δημοσιονομικά αναγκαίες. Ωστόσο, το κλίμα που έχει δημιουργηθεί κι έτσι το εισπράττουν και οι «έξω», είναι ότι αν «στραβώσει» η διαπραγμάτευση για τις συντάξεις, οι κάλπες θα στηθούν πολύ πιο γρήγορα απ’ όσο στοιχηματίζουν όσοι βλέπουν τριπλές εκλογές την Άνοιξη.
Ως προς την ουσία, γιατί αυτή «καίει» τους συνταξιούχους και όχι η επικοινωνιακή διαχείριση του προβλήματος, τα πράγματα δείχνουν πιο πολύπλοκα απ’ όσο θέλει να τα παρουσιάζει η ελληνική πλευρά. Οι δανειστές, κατ’ αρχάς, δίνουν μεγάλη βαρύτητα στα ψηφισμένα κοινωνικά αντίμετρα, γιατί θεωρούν ότι παρεμβάσεις όπως το επίδομα στέγασης (για ενοίκια και δάνεια πρώτης κατοικίας), τα νέα οικογενειακά επιδόματα, η επιχορήγηση της φαρμακευτικής δαπάνης για «ευαίσθητες» ομάδες, η δημιουργία περισσότερων βρεφονηπιακών σταθμών, είναι αναγκαία για τον περιορισμό των πολύ υψηλών ποσοστών φτώχειας. Από την άλλη, η κυβέρνηση προτιμά και για πολιτικούς λόγους αλλά και για λόγους ουσίας, να ρίξει το βάρος στη διάσωση των συντάξεων, καθώς αυτές εξακολουθούν να λειτουργούν ως «ομπρέλα» για την επιβίωση ολόκληρων νοικοκυριών, που συμπεριλαμβάνουν συνταξιούχους, άνεργα τέκνα ή και φοιτητές εγγόνια.
Η κατάσταση περιπλέκεται δημοσιονομικά από τη στιγμή που η κυβέρνηση δεν περιορίζεται σε αυτή την ανακατανομή της φτώχειας, αλλά επιθυμεί να εφαρμόσει και κάποια από τα αντίμετρα, έστω κουτσουρεμένα, έστω «απλωμένα» σε ορίζοντα τετραετίας, με αποτέλεσμα να τίθεται εκ των πραγμάτων ζήτημα «δημοσιονομικού χώρου», κοινώς να φτάνουν τα λεφτά.
Η κυβέρνηση επιμένει να επικαλείται τη συμφωνία με τους δανειστές επί του Μεσοπρόθεσμου, που προβλέπει δημοσιονομικό χώρο 3,5 δις ευρώ ως το 2022, εκτιμώντας ότι αυτά φτάνουν και περισσεύουν. Το επιχείρημα πάσχει από τη στιγμή που βρίσκεται υπό συζήτηση ακόμα και το υπερπλεόνασμα του 2019, αφού ενώ το υπουργείο Οικονομικών έχει αναθεωρήσει προς πάνω την αρχική πρόβλεψη για 700 εκ. ευρώ, οι ξένοι τεχνοκράτες δεν έχουν πειστεί. Με αυτά τα δεδομένα, τα σενάρια που διαμορφώνονται είναι πολύ συγκεκριμένα:
- Ακύρωση του μέτρου. Οι πιθανότητες είναι εξαιρετικά περιορισμένες, αν η κυβέρνηση επιμείνει στη μερική εφαρμογή αντίμετρων και φοροελαφρύνσεων
- Μικρότερη μείωση από το «ταβάνι» του 18%, που προβλέπει η επίμαχη διάταξη για την κατάργηση της προσωπικής διαφοράς
- Περικοπές για συντάξεις πάνω από ένα όριο συντάξεων π.χ. 800- 900 ευρώ
Οι επόμενες ημέρες θα είναι έντονες και «πυκνές», καθώς με αλλεπάλληλες τηλεδιασκέψεις, ακόμα και σε επίπεδο υπουργών, θα επιχειρηθεί η σύγκλιση για το θέμα των συντάξεων ει δυνατόν πριν κατατεθεί το Προσχέδιο στη Βουλή την 1η Οκτωβρίου, αλλά χωρίς να είναι «καθαρό» πώς θα μπορούσε να συμβεί αυτό χωρίς απόφαση του Eurogroup, που συνεδριάζει την ίδια ημέρα.
Το σενάριο της μονομερούς ενέργειας, αν και φαίνεται ότι στριφογυρίζει στο μυαλό κάποιων στην κυβέρνηση, δεν είναι αυτή τη στιγμή το επικρατέστερο.