Ολο το κείμενο του Μαζιώτη:
Κείμενο του Νίκου Μαζιώτη για την επιχείρηση απόδρασης από τις φυλακές Κορυδαλλού
και την καταδικαστική απόφαση της 2ης δίκης του Επαναστατικού Αγώνα σε ισόβια κάθειρξη
Η απόπειρα απόδρασης με ελικόπτερο στις 21 Φεβρουαρίου 2016 από τις φυλακές Κορυδαλλού, επιχείρηση που πραγματοποίησε η συντρόφισσα Πόλα Ρούπα, μέλος του Επαναστατικού Αγώνα, ήταν μια επαναστατική πράξη, μια ενέργεια αντάρτικου για την απελευθέρωση πολιτικών κρατουμένων. Ήταν μια ενέργεια συνέχισης της δράσης του Επαναστατικού Αγώνα, απάντηση στις κατασταλτικές επιχειρήσεις του κράτους εναντίον της οργάνωσης αλλά και εναντίον άλλων συντρόφων πολιτικών κρατουμένων που βρίσκονται στις φυλακές για ένοπλη δράση και γι’ αυτό ήταν μια παραδειγματική πράξη αλληλεγγύης μεγάλης και μοναδικής σημασίας. Η επιχείρηση απόδρασης ήταν μια ενέργεια προς την κατεύθυνση συνέχισης της ένοπλης επαναστατικής δράσης, για την προώθηση του αγώνα για την ανατροπή του κεφαλαίου και του κράτους, για την ανατροπή της πολιτικής των προγραμμάτων διάσωσης του καθεστώτος που έχει επιβάλει η τρόικα των υπερεθνικών αφεντικών της χώρας, ΕΕ, ΕΚΤ, ΔΝΤ, στους οποίους έχει προστεθεί και ο ESM, με την ψήφιση και εφαρμογή του γ’ μνημονιακού προγράμματος από την κυβέρνηση Σύριζα. Ο ένοπλος αγώνας στις σημερινές συνθήκες είναι πιο επίκαιρος και αναγκαίος από ποτέ. Η αποτυχία της επιχείρησης αυτής δεν θα μας λυγίσει. Θα αγωνιζόμαστε όσο ζούμε και όσο αναπνέουμε.
Ο Επαναστατικός Αγώνας έχει αποδείξει ότι έχει μείνει όρθιος όλα αυτά τα χρόνια παρά τα αλλεπάλληλα κατασταλτικά χτυπήματα και τις θυσίες, με το αίμα του συντρόφου Λάμπρου Φούντα που σκοτώθηκε σε συμπλοκή με αστυνομικούς στη Δάφνη σε προπαρασκευαστική ενέργεια της οργάνωσης στις 10 Μαρτίου 2010, με τις συλλήψεις μας ένα μήνα αργότερα στις 10 Απριλίου, παραμονές της υπογραφής του Α’ Μνημονίου, καθώς και τη σύλληψή μου στο Μοναστηράκι όπου τραυματίστηκα μετά από καταδίωξη και συμπλοκή με αστυνομικούς στις 16 Ιουλίου 2014.
Ο Επαναστατικός Αγώνας έμεινε όρθιος γιατί αναλάβαμε την πολιτική ευθύνη της συμμετοχής μας στην οργάνωση – είμαστε οι πρώτοι που το κάναμε ως ένοπλη επαναστατική και αναρχική οργάνωση στην Ελλάδα – και γιατί υπερασπίσαμε την ίδια μας την ιστορία, τις ενέργειες της οργάνωσης καθώς και το σύντροφο Λάμπρο Φούντα που σκοτώθηκε για να μην περάσει το μνημόνιο και για να γίνει η κρίση ευκαιρία για την κοινωνική επανάσταση. Μείναμε όρθιοι ως οργάνωση γιατί αδιαφορήσαμε για το κόστος και το τίμημα, γιατί δεν προδώσαμε, δεν λιποτακτήσαμε, δεν κοιτάξαμε ο καθένας να σώσει τον εαυτό του τη στιγμή της καταστολής. Ακριβώς γιατί αναλάβαμε την πολιτική ευθύνη μείναμε ζωντανοί ως οργάνωση στη φυλακή το 2010 – 11, δώσαμε μια πολιτική μάχη εναντίον του εχθρού στο 1ο ειδικό δικαστήριο όταν είχαμε αποφυλακιστεί λόγω παρέλευσης του δεκαοκτάμηνου, επιλέξαμε να μην παραδοθούμε στην φυλακή και περάσαμε στην παρανομία συνεχίζοντας τον ένοπλο αγώνα και την δράση της οργάνωσης.
Η επίθεση του Επαναστατικού Αγώνα – Κομάντο Λάμπρος Φούντας στις 10 Απριλίου του 2014 εναντίον της Τράπεζας της Ελλάδας που είναι παράρτημα της ΕΚΤ, ενός από τους πιο λαομίσητους οργανισμούς του κουαρτέτου πλέον των υπερεθνικών αφεντικών και σε κτήριο που στεγαζόταν το γραφείο του μόνιμου αντιπροσώπου του ΔΝΤ στην Ελλάδα, αφενός ακύρωνε την κατασταλτική επιχείρηση του 2010 και αφετέρου συνέχιζε τη στρατηγική της οργάνωσης που είχε εγκαινιαστεί το 2009 με τις επιθέσεις στα κεντρικά γραφεία και σε υποκατάστημα της Citibank, σε υποκατάστημα της Eurobank και στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Εδώ και χρόνια ο Επαναστατικός Αγώνας βρίσκεται απέναντι στην αιχμή του δόρατος της κρατικής καταστολής αφού η αντιμετώπισή του όπως και γενικότερα της ένοπλης επαναστατικής δράσης αποτελεί μείζονα προτεραιότητα για την επιβίωση του καθεστώτος που επιδιώκει την εξάλειψη του εσωτερικού εχθρού για την απρόσκοπτη επιβολή και εφαρμογή των προγραμμάτων διάσωσης που αποτελούν πολιτικές κοινωνικής γενοκτονίας και εκκαθάρισης τμημάτων του πληθυσμού.
Οι επικηρύξεις από το State Department και το ελληνικό κράτος το 2007 με ένα εκατομμύριο δολάρια και οχτακόσιες χιλιάδες ευρώ αντιστοίχως μετά την επίθεση της οργάνωσης με αντιαρματική ρουκέτα στην πρεσβεία των ΗΠΑ, οι πανηγυρισμοί της κυβέρνησης Παπανδρέου για τις συλλήψεις μας το 2010 και οι δηλώσεις κυβερνητικού αξιωματούχου ότι απέτρεψαν χτύπημα που θα τελείωνε την οικονομία παραμονές την υπογραφής του Α’ Μνημονίου και με το φόβο κατάρρευσης της ελληνικής οικονομίας, οι επικηρύξεις της κυβέρνησης Σαμαρά το 2014 όταν είχαμε βγει στην παρανομία και είχαμε καταδικαστεί σε 50 χρόνια κάθειρξη από το 1ο ειδικό δικαστήριο έναντι του ποσού των δύο εκατομμυρίων ευρώ – ένα για τη συντρόφισσα Ρούπα και ένα για μένα –, οι πανηγυρισμοί για τη σύλληψη μου 3 μήνες μετά την επίθεση του Επαναστατικού Αγώνα στη Τράπεζα της Ελλάδας, τα συγχαρητήρια των ΗΠΑ για τη σύλληψή μου και οι δηλώσεις περί πολιτικής σταθερότητας, τα ειδικά μέτρα που εφάρμοσαν μετά τη σύλληψή μου, η μεταγωγή μου στις φυλακές τύπου Γ΄ τον Δεκέμβριο του 2014 – η πρώτη μεταγωγή πολιτικού κρατουμένου που είχε προαναγγελθεί ήδη από τότε που συνελήφθηκα –, η ένταξή μου τον Απρίλιο του 2015 στη λίστα «διεθνών τρομοκρατών» του State Department παρά το ότι ήμουν στη φυλακή, το ανθρωποκυνηγητό των αρχών να συλλάβουν τη συντρόφισσα Ρούπα, αποδεικνύει τη μεγάλη σημασία που δίνει το καθεστώς στο να καταπολεμήσει τον Επαναστατικό Αγώνα. Γιατί καταστολή του Επαναστατικού Αγώνα και εφαρμογή των μνημονιακών προγραμμάτων μαζί με την πολιτική σταθερότητα του καθεστώτος πάνε μαζί.
Τελευταίος κρίκος στην αλυσίδα της κατασταλτικής αντιμετώπισης του Επαναστατικού Αγώνα από το καθεστώς είναι η απόφαση της 2ης δίκης εναντίον της οργάνωσης λίγες μέρες μετά την επιχείρηση της απόπειρας απόδρασης, σύμφωνα με την οποία καταδικάστηκα σε ισόβια κάθειρξη για τη βομβιστική επίθεση εναντίον της Τράπεζας της Ελλάδας και επιπλέον 129 χρόνια για δύο απαλλοτριώσεις τραπεζών και τους πυροβολισμούς εναντίον των αστυνομικών που με καταδίωξαν στο Μοναστηράκι. Η επιβολή της εσχάτης των ποινών για την επίθεση της οργάνωσης εναντίον των αφεντικών της χώρας αποτελεί μια συνειδητή πολιτική απόφαση και όχι απλά μια δικονομική υπερβολή. Όπως έχω ήδη δηλώσει, η απόφαση αυτή σκοπό δεν έχει να τρομοκρατήσει εμένα – γιατί ξέρουν ότι είμαι και θα παραμείνω αμετανόητος –, αλλά αυτούς που θα θελήσουν να επιλέξουν τον ένοπλο αγώνα, του συντρόφους και τις συντρόφισσες του α/α χώρου και τα αγωνιζόμενα κοινωνικά κομμάτια.
Αυτή η πολιτική απόφαση που εφαρμόζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα για μια βομβιστική επίθεση με προειδοποιητικό τηλεφώνημα χωρίς τραυματισμούς αλλά μόνο με υλικές ζημιές, έχει πολλαπλούς αποδέκτες και συνιστά ένα μήνυμα εκφοβισμού ότι η επιλογή της ένοπλης επαναστατικής δράσης από αγωνιστές θα αντιμετωπιστεί με τη μέγιστη δυνατή αυστηρότητα.
Η απόφαση αυτή αποδεικνύει την τάση ολοένα και περισσότερο σκλήρυνσης του καθεστώτος απέναντι στον νούμερο ένα εχθρό, στον Επαναστατικό Αγώνα, στους ένοπλους αγωνιστές και αυτό σε μια εποχή που έχει ψηφιστεί το Γ’ Μνημόνιο από την κυβέρνηση Σύριζα το οποίο είναι πιο σκληρό από τα προηγούμενα, δεν είναι δύσκολο να κατανοηθεί. Επειδή η μεγάλη διαφορά της ποινικής αντιμετώπισης της 1ης από την 2η δίκη του Επαναστατικού Αγώνα μπορεί να δώσει αφορμή για παρερμηνείες, θέλω να επισημάνω το εξής:
Οι ειδικές νομοθεσίες, οι αντιτρομοκρατικοί νόμοι από τότε που ψηφίστηκαν, από το 2001 και το 2005, αποτελούν πολιτικές επιλογές της εξουσίας με σκοπό την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση του αντάρτικου πόλης στην Ελλάδα ως μείζονα απειλή για το καθεστώς. Μέσα στον αντιτρομοκρατικό νόμο υπάρχει και η διάταξη που προβλέπει ποινή μέχρι ισόβιας κάθειρξης, όχι για ανθρωποκτονία, αλλά για έκρηξη από το αποτέλεσμα της οποίας προέκυψε κίνδυνος για ανθρώπους ή επήλθε τραυματισμός. Με βάση αυτή τη διάταξη καταδικάστηκα. Οι αποφάσεις των ειδικών δικαστηρίων που δικάζουν ένοπλους αγωνιστές είναι κατεξοχήν πολιτικές αποφάσεις και εδώ τα στοιχεία του κατηγορητηρίου πολλές φορές έχουν δευτερεύουσα σημασία. Για παράδειγμα όπως αποδείχτηκε στην ίδια την ακροαματική διαδικασία της 2ης δίκης εναντίον του Επαναστατικού Αγώνα για την επίθεση της οργάνωσης στην Τράπεζα της Ελλάδας, οι υπάλληλοι ασφαλείας παρά το ότι υπήρχε προειδοποιητικό τηλεφώνημα που έδινε 50 λεπτά προθεσμία πριν την έκρηξη, έμειναν μέσα στο κτήριο κατόπιν εντολής του προϊσταμένου ασφαλείας της Τράπεζας της Ελλάδας αφού όπως ομολόγησε ο ίδιος ο προϊστάμενος ασφαλείας, υπάρχει πάγια κανονισμός που επιβάλει οι υπάλληλοι ασφαλείας να μένουν μέσα στο κτήριο παρά την απειλή έκρηξης. Το ίδιο έγινε και στα κεντρικά γραφεία της Τράπεζας Πειραιώς που βρίσκονται απέναντι από την Τράπεζα της Ελλάδας όπου οι υπάλληλοι ασφαλείας έμειναν μέσα στο κτήριο κατόπιν εντολής του προϊσταμένου ασφαλείας της τράπεζας, το ίδιο έγινε όπως αποδείχτηκε και στην 1η δίκη εναντίον της οργάνωσης, στην επίθεση του Επαναστατικού Αγώνα στις 2 Σεπτεμβρίου 2009 στο Χρηματιστήριο Αθηνών όπου οι υπάλληλοι ασφαλείας έμειναν στο κτήριο με εντολή της προϊσταμένης ασφαλείας του χρηματιστηρίου.
Αποδεικνύεται ότι αυτοί οι οποίοι ευθύνονται για την πρόκληση κινδύνου για ανθρώπους είναι τα στελέχη μηχανισμών και κεντρικών δομών της οικονομικής εξουσίας και του καθεστώτος, όπως τράπεζες, χρηματιστήριο, οι οποίοι θεωρούν αναλώσιμους του ανθρώπους, τους λαούς, ακόμα και τους υπαλλήλους ασφαλείας των εγκαταστάσεών τους γιατί για αυτούς πάνω απ’ όλα, πάνω από την ίδια την ανθρώπινη ζωή είναι τα κέρδη τους τα οποία είναι βουτηγμένα στο αίμα και τη δυστυχία. Αυτούς τους μηχανισμούς θεωρεί ο ελληνικός λαός υπεύθυνους για την πολιτική που εφαρμόζεται τα τελευταία 6 χρόνια και έχει ως αποτέλεσμα χιλιάδες νεκρούς και εκατομμύρια φτωχούς, άπορους και πεινασμένους. Αυτούς τους μηχανισμούς και τα στελέχη που τους απαρτίζουν, τραπεζίτες, μεγαλομέτοχοι, μεγαλοεπιχειρηματίες όπως και τους πολιτικούς υφιστάμενους τους των ελληνικών κυβερνήσεων, θεωρεί ο ελληνικός λαός υπεύθυνους για την απαξίωση της ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων, για τις αυτοκτονίες, την εξαθλίωση και όχι τους αγωνιστές του Επαναστατικού Αγώνα. Οι επιθέσεις του Επαναστατικού Αγώνα σε τέτοιους μηχανισμούς και δομές έχουν μεγάλη λαϊκή και κοινωνική αποδοχή.
Από την πλευρά μου, τόσο στην 1η όσο και στην 2η δίκη της οργάνωσης, ήμουν και είμαι συνεπής όσον αφορά την αντιμετώπιση του εχθρού μέσα στα ειδικά δικαστήρια και αυτό συνεπάγεται την ανάληψη της πολιτικής ευθύνης, την πολιτική υπεράσπιση της δράσης του Επαναστατικού Αγώνα, του ένοπλου αγώνα και της Επανάστασης για την ανατροπή του κεφαλαίου και του κράτους χωρίς να υπολογίζω το κόστος και το τίμημα. Αυτό είναι το καθήκον κάθε αγωνιστή, κάθε αναρχικού, κάθε επαναστάτη που βρίσκεται αντιμέτωπος με τους δικαστές και τα όργανα του εχθρού. Ενώ η καταδίκη των 50 χρόνων κάθειρξης στην 1η δίκη βασίστηκε στην ανάληψη της πολιτικής ευθύνης και γι’ αυτό καταδικαστήκαμε για 16 ενέργειες της οργάνωσης ως συνεργοί με το θεώρημα της συλλογικής ευθύνης και όχι ως φυσικοί αυτουργοί, η καταδίκη μου σε ισόβια κάθειρξη στη 2η δίκη για μια ενέργεια, αυτή εναντίον της Τράπεζας της Ελλάδας, ήταν η απάντηση του κράτους στο ότι παραμένω συνεπής στην αγωνιστική μου διαδρομή και συνεχίζω να υπερασπίζομαι τον Επαναστατικό Αγώνα, τον ένοπλο αγώνα κατ’ επέκταση και την προοπτική της Επανάστασης και της ανατροπής του καθεστώτος. Γιατί όλη μου η διαδρομή από το 2010 μετά τις πρώτες συλλήψεις, το ότι ο Επαναστατικός Αγώνας έμεινε ζωντανός όπως είπα το διάστημα της προφυλάκισής μας το 2010 – 11, το ότι υπερασπίσαμε η συντρόφισσα Ρούπα και εγώ τη δράση της οργάνωσης στο 1ο ειδικό δικαστήριο, η επιλογή μας να μην παραδοθούμε στη φυλακή, να περάσουμε στην παρανομία και να συνεχίσουμε τον ένοπλο αγώνα και τη δράση της οργάνωσης με την επίθεση στην Τράπεζας της Ελλάδας, όλη αυτή η διαδρομή και οι επιλογές βασίζονται στην ανάληψη της πολιτικής ευθύνης της συμμετοχής μας στον Επαναστατικό Αγώνα μετά τις συλλήψεις του 2010 και αυτό είναι που χτυπάει το κράτος με την απόφαση της 2ης δίκης εναντίον της οργάνωσης.
Η καταδίκη μου σε ισόβια κάθειρξη ήταν ένα μήνυμα προς τους αγωνιστές που αναλαμβάνουν την πολιτική ευθύνη και δεν αποκηρύσσουν τη δράση τους και την ιδιότητα του μέλους της οργάνωσής τους.
Τα πράγματα αρχίζουν να γίνονται πια ολοένα και πιο ξεκάθαρα για τους αγωνιστές που θέλουν να αντισταθούν και τους πολιτικούς κρατούμενους. Το δίλημμα «αποκήρυξη ή ισόβια» – σε παλιότερες εποχές υπήρχε το εκτελεστικό απόσπασμα – ένα δίλλημα που βάζει η εξουσία, ένα δίλλημα που σε παλιότερες εποχές ήταν «αποκήρυξη ή θάνατος» μπαίνει σε εφαρμογή.
Διαχρονικά το κράτος θέλοντας να καταστείλει κάθε επαναστατική προοπτική δεν αρκείτε μόνο στη στρατιωτική κατίσχυση επί των αντιπάλων του αλλά επιχειρεί και την πολιτική ήττα τους μέσω του εξαναγκασμού της πολιτικής αποκήρυξης. Την εποχή του δυτικοευρωπαϊκού αντάρτικου πόλης στις δεκαετίες του’70 και ’80 και κυρίως στην Ιταλία, το στόχαστρο της πολιτικής αποκήρυξης δεν ήταν το φρόνημα ή η πολιτική ταυτότητα αλλά ο ένοπλος αγώνας ως μέσο πάλης και οι οργανώσεις αντάρτικου. Στην Ελλάδα αν το δίλημμα που έβαζε η εξουσία σε άλλες συνθήκες ήταν, ή αποκήρυξη του κομμουνισμού ή φυλακή και σε άλλες περιπτώσεις το εκτελεστικό απόσπασμα, σήμερα με ποιο έμμεσο τρόπο το δίλημμα είναι το εξής: Ή επιλογή του ένοπλου επαναστατικού αγώνα με βαρύ κόστος και συνέπειες ή απάρνηση του ένοπλου επαναστατικού αγώνα ως μέσου πάλης. Ή ανάληψη της πολιτικής ευθύνης της συμμετοχής σε ένοπλη οργάνωση και υπεράσπιση της δράσης της ή αποδοχή της επιδίωξης του κράτους για αποκήρυξη της ένοπλης οργάνωσης και της ιδιότητας του μέλους και κατ’ επέκταση του ένοπλου αγώνα μπροστά στο φόβο της φυλακής.
Σε άλλες εποχές πολύ πιο δύσκολες, όπως στην κατοχή και στον εμφύλιο πόλεμο όπου το κόστος του αγώνα και όχι μόνο του ένοπλου αγώνα ήταν το εκτελεστικό απόσπασμα, πολλοί αγωνιστές μπροστά στο δίλλημα «αποκήρυξη ή θάνατος» προτίμησαν το εκτελεστικό απόσπασμα, όχι φυσικά γιατί ήθελαν να γίνουν μάρτυρες αλλά γιατί πίστευαν ότι η αποκήρυξη είναι ντροπή και όνειδος και ως τέτοια θεωρούνταν χειρότερη από το θάνατο. Υπήρχαν ένοπλοι αγωνιστές και αντάρτες του ΕΛΑΣ του ΔΣΕ όπως και μη ένοπλοι αγωνιστές που οδηγήθηκαν παραμένοντας αμετανόητοι κατά χιλιάδες στο εκτελεστικό απόσπασμα στην κατοχή και στον εμφύλιο, στο Γουδί, το Σκοπευτήριο της Καισαριανής, τα στρατόπεδα Χαϊδαρίου και Παύλου Μελά, στη Μακρόνησο, τη Κέρκυρα, το Γεντί Κουλέ όπως και στην Ισπανία μετά τη νίκη του Φράνκο, χιλιάδες ήταν οι αναρχικοί που πολέμησαν με τα όπλα για την Επανάσταση του 1936 – 39 και έκαναν αντάρτικό μέχρι το 1975 που οδηγήθηκαν στα εκτελεστικά αποσπάσματα, στο Campo de la Bota, στο Μόντχουιτς, στο Καραμπαντσέλ ή στραγγαλίστηκαν με τη μέθοδο της γκαρότα που χρησιμοποιούνταν ως μέσο εκτέλεσης από την εποχή της Ιεράς Εξέτασης για τους αιρετικούς.
Ο αγώνας για την ανατροπή του κεφαλαίου και του κράτους είναι μια δράση που απαιτεί ακλόνητη πίστη, υπευθυνότητα, συνέπεια, αφοσίωση, πολιτική στράτευση, χαλύβδινη θέληση, πολιτική και θεωρητική γνώση αρχών και των εμπειριών της ιστορικής επαναστατικής παράδοσης. Πως γίνεται να μιλάμε για αγώνα, για κοινωνική απελευθέρωση, για επανάσταση, για Αναρχία, να ζητάμε από άλλους να συμμετέχουν σε έναν ανατρεπτικό αγώνα με όλο το κόστος και τις συνέπειες όταν εμείς δεν μπορούμε να σηκώσουμε το κόστος των πολιτικών μας επιλογών.
Είναι η πρώτη φορά μετά από δεκαετίες, από την εποχή του μετεμφυλιακού κράτους όταν οι αντάρτες του ΕΛΑΣ – που είχαν εξαιρεθεί από τη συμφωνία της Βάρκιζας η οποία δεν αναγνώριζε τη δράση τους ως πολιτική – καθώς και αυτοί του ΔΣΕ οι οποίοι παρέμειναν στη φυλακή για 15 τουλάχιστον χρόνια, όπου υπάρχει η προοπτική σήμερα οι πολιτικοί κρατούμενοι καταδικασμένοι για ένοπλη επαναστατική δράση σε πολύχρονες ποινές, 25 χρόνια και ισόβια, να παραμείνουν για πολλά χρόνια στις φυλακές του σύγχρονου ελληνικού κράτους ανδρεικέλου της υπερεθνικής οικονομικής ελίτ. Είναι μια περίοδος που η εξουσία δοκιμάζει έστω και έμμεσα να θέσει εκ νέου διλλήματα απόσπασης διαπιστευτηρίων όπως στο παρελθόν για να μας σπάσει με το φόβητρο μιας μακροχρόνιας παραμονής στις φυλακές
Ο αγώνας για την Κοινωνική Επανάσταση, για την ανατροπή του κεφαλαίου και του κράτους πρέπει να συνεχιστεί παρά τις δυσκολίες, το κόστος και τις συνέπειες. Τα όπλα του αγώνα μας δεν κατατίθενται ποτέ.
ΚΑΜΙΑ ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΙ ΑΝΑΚΩΧΗ ΜΕ ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ
ΕΝΟΠΛΟΣ ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
ΤΙΜΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΡΟΦΟ ΛΑΜΠΡΟ ΦΟΥΝΤΑ ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ