Ανυποχώρητοι παραμένουν οι δανειστές στη χορήγηση της εθνικής σύνταξης με εισοδηματικά κριτήρια και στην απόρριψη της πρότασης για αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών, σύμφωνα με τους Ελληνες συνομιλητές τού εκπροσώπου της Ε.Ε. Ντέκλαν Κοστέλο, ο οποίος συνάντησε πολλούς φορείς κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στη χώρα μας.
Παρά την αρνητική στάση του κουαρτέτου, το υπουργείο Εργασίας επιμένει να προτείνει εναλλακτικά σχέδια για αύξηση των εισφορών και «υπεξαίρεση» των αποθεματικών των πλεονασματικών επικουρικών ταμείων προκειμένου να αποφευχθεί το ψαλίδι στις συντάξεις.
Το τελικό σχέδιο Κατρούγκαλου που θα προωθηθεί για ψήφιση στη Βουλή στα μέσα Ιανουαρίου, αντί για τις 23 Δεκεμβρίου, προβλέπει τη θέσπιση «κανόνα βιωσιμότητας» στο ενιαίο επικουρικό, αντί για ρήτρα μηδενικού ελλείμματος και διαφορετικούς συντελεστές υπολογισμού των κύριων συντάξεων για υψηλόμισθους και χαμηλόμισθους. Η μικρή περίοδος χάριτος δόθηκε από το κουαρτέτο, καθώς το πακέτο του Ασφαλιστικού συνδέεται με την πρώτη αξιολόγηση του προγράμματος που θα γίνει τον Ιανουάριο. Μάλιστα, ο εκπρόσωπος της Ε.Ε.
Ντέκλαν Κοστέλο, σε συζήτηση που είχε με τους εργοδοτικούς φορείς, εμφανίστηκε διατεθειμένος να δώσει παράταση μέχρι τον Φεβρουάριο, αλλά το υπουργείο Εργασίας δεν επιθυμεί δίμηνη καθυστέρηση, καθώς τα περισσότερα μέτρα πρέπει να εφαρμοστούν από 1/1/2016. Ο μήνας που μεσολαβεί, σύμφωνα με την κυβέρνηση, μπορεί να αξιοποιηθεί για την υποβολή προτάσεων από φορείς στο πλαίσιο του εθνικού διαλόγου, για «ζυμώσεις» σε διεθνές επίπεδο, καθώς και για να καλλιεργηθεί έδαφος συναινέσεων. Η αντιπολίτευση συνεχίζει να τηρεί αρνητική στάση και χαρακτηρίζει «επικοινωνιακό τακτικισμό» την πρωτοβουλία εμπλοκής των κομμάτων στη διαδικασία του διαλόγου.
Υπενθυμίζουμε ότι η ΓΣΕΕ αρνήθηκε να συμμετάσχει στον διάλογο που τυπικά άρχισε στην Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (ΟΚΕ), έχοντας ως βάση το κείμενο αρχών του κ. Κατρούγκαλου, αλλά ζήτησε σε συνεννόηση με το Μέγαρο Μαξίμου να υπάρξει διαβούλευση και γνωμοδότηση με τη συμμετοχή όχι μόνο των φορέων που εκπροσωπούνται στην ΟΚΕ, αλλά και εμπειρογνωμόνων των κομμάτων. Κλειδί στη διαπραγμάτευση θα αποτελέσει η τελική απόφαση των δανειστών ως προς την αύξηση των εισφορών κατά μία ποσοστιαία μονάδα, προκειμένου να εξοικονομηθούν 300 εκατ. ευρώ για το 2016 και να αποφευχθεί η μείωση των συντάξεων. Οι δανειστές καταρχάς απορρίπτουν την πρόταση ως αντιαναπτυξιακή, ωστόσο δεν έχουν πει την τελευταία τους λέξη, δείχνοντας να ακούνε το επιχείρημα ότι το 50% των νοικοκυριών στηρίζεται από τη σύνταξη κάποιου συνταξιούχου.
Το υπουργείο Εργασίας προτείνει την εφαρμογή του κανόνα βιωσιμότητας, δηλαδή μια εναλλακτική ρήτρα μηδενικού ελλείμματος για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του ενιαίου επικουρικού ταμείου. Σύμφωνα με πληροφορίες, για να καλυφθεί το έλλειμμα του Ταμείου, το επικρατέστερο σενάριο προβλέπει περικοπές 6%-10% στις επικουρικές συντάξεις πάνω από 128 ευρώ για περισσότερους από 800.000 συνταξιούχους. Τα σενάρια για περικοπή των συντάξεων άνω των 170 ή των 200 απορρίφθηκαν, καθώς για να βγει ο λογαριασμός οι συντάξεις έπρεπε να περικοπούν πάνω από 10%.
Αν και η επεξεργασία των σεναρίων για μειώσεις επικουρικών συνεχίζεται, το υπουργείο Εργασίας προωθεί νέα «εναλλακτική» πρόταση χωρίς περικοπές αλλά με «υπεξαίρεση» των διαθεσίμων ή της περιουσίας που κατέχουν οι πιο εύρωστοι κλάδοι επικούρησης (π.χ. τα Ταμεία εμποροϋπαλλήλων και μηχανικών), οι οποίοι εντάσσονται υποχρεωτικά στο ΕΤΕΑ.
Συγκεκριμένα προτείνονται: α) χρήση μέρους των αποθεματικών, β) αύξηση των εισφορών κατά μία ποσοστιαία μονάδα (0,5% για τους εργοδότες και 0,5% για τους εργαζομένους), γ) εξισορροπητικές παρεμβάσεις στο σύστημα με τη μεταφορά κονδυλίων από τους έχοντες στους μη έχοντες, προκειμένου να μην παράγονται ελλείμματα με δεδομένο ότι το ΕΤΕΑ δεν επιτρέπεται να λαμβάνει πλέον ενίσχυση από το κράτος ή το Ασφαλιστικό Κεφάλαιο Αλληλεγγύης Γενεών (ΑΚΑΓΕ).
Ακόμη προτείνεται ένα μέρος του ελλείμματος να καλυφθεί από την περιουσία του ΕΤΕΑ, που αποτελεί χρυσή εφεδρεία. Το Ταμείο διαθέτει 57 ακίνητα αξίας 130 εκατ. ευρώ, τα οποία, ωστόσο, δεν μπορούν να ενισχύσουν τη ρευστότητα του φορέα εξαιτίας της δεινής κατάστασης της αγοράς ακινήτων.
Η ενοποίηση της περιουσίας είναι η αναίμακτη λύση όχι μόνο για τα επικουρικά, αλλά και για τα Ταμεία κύριας ασφάλισης. Οπως ορίζει το τρίτο μνημόνιο, στη μαύρη καταπακτή του ενιαίου φορέα κύριας ασφάλισης θα πέσουν οι πόροι και τα αποθεματικά όλων των Ταμείων έως τα τέλη Δεκεμβρίου του 2016 για να δημιουργηθεί ένα κοινό κεφάλαιο που θα ενισχύει τους προβληματικούς κλάδους.
Εθνική σύνταξη με ρήτρα ανάπτυξης
Αξονας της μεταρρύθμισης θα είναι η εθνική σύνταξη των 384 ευρώ, η οποία θα χορηγείται χωρίς εισοδηματικά κριτήρια σε όλους όσοι έχουν τουλάχιστον 15 χρόνια ασφάλισης. Οι εκπρόσωποι των θεσμών, ωστόσο, επιμένουν στη θέσπιση εισοδηματικών κριτηρίων, υποστηρίζοντας ότι σε διαφορετική περίπτωση υπάρχει στρέβλωση στη σχέση παροχών – εισφορών και δημιουργούνται αντικίνητρα για την παραμονή στην αγορά εργασίας. Η ελληνική πλευρά προτείνει «ρήτρα ανάπτυξης», βάσει της οποίας θα επανακαθορίζεται το ύψος της τελικής παροχής. Δηλαδή η σύνταξη θα αυξομειώνεται ανάλογα με το ΑΕΠ και την κατάσταση της οικονομίας. Το αναλογικό μέρος της σύνταξης θα αντιστοιχεί στις ασφαλιστικές εισφορές που έχουν καταβληθεί και θα υπολογίζεται με βάση τις συντάξιμες αποδοχές και το ποσοστό αναπλήρωσης. Τα ποσοστά αναπλήρωσης θα προσδιοριστούν από αναλογιστική μελέτη με τη βοήθεια του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας (ILO), ενώ θα καθιερωθεί ενιαίος υπολογισμός των συντάξεων με βάση τρία κριτήρια:
1.Τον μισθό του εργασιακού βίου (ή εισόδημα για τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους αγρότες).
2. Ενιαίο, ανά μισθολογική ή εισοδηματική κατηγορία, ποσοστό αναπλήρωσης.
3. Τα έτη ασφάλισης.
Αυτό σημαίνει ότι θα είναι υψηλότερος ο συντελεστής για τις χαμηλότερες αποδοχές και χαμηλότερος για τους υψηλόμισθους, π.χ. 65% για μισθό έως 800 ευρώ, 60% από 800-1.300 ευρώ, 55% από 1.300 έως 1.800 ευρώ, 50% από 1.800 ευρώ και άνω. Στη συνέχεια το ποσό θα πολλαπλασιάζεται επί τα έτη ασφάλισης ώστε να ευνοούνται όσοι κατέβαλαν εισφορές στο σύστημα περισσότερα χρόνια. Την ίδια ώρα οι θεσμοί επιμένουν ότι το ποσοστό αναπλήρωσης για τις κύριες και τις επικουρικές συντάξεις αθροιστικά δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το 56% (48% για την κύρια και 8% για την επικουρική).
Νέες στρεβλώσεις
Ο τέως υπουργός Γιώργος Κουτρουμάνης υποστηρίζει ότι οι συντελεστές αναπλήρωσης θα επιφέρουν νέες στρεβλώσεις και αδικίες στο σύστημα, αναφέροντας το εξής παράδειγμα: ένας χαμηλόμισθος των 600 ευρώ με 15 χρόνια ασφάλιση θα πάρει σύνταξη κύρια και επικουρική 420 ευρώ, ενώ ένας ασφαλισμένος με μισθό 1.200 και 40 χρόνια ασφάλιση θα πάρει σύνταξη 700 ευρώ: «Αυτό είναι στρέβλωση του συστήματος», σχολιάζει ο κ. Κουτρουμάνης, «εκτός αν αυτό θέλει η κυβέρνηση για να επιτύχει ένα αξιοπρεπές ύψος συντάξεων για όλους, όπως η ίδια υποστηρίζει».
Το σίγουρο είναι ότι οι νέοι συντελεστές θα οδηγήσουν σε μειώσεις 5% έως 20% των καταβαλλόμενων συντάξεων. Βαρύτερες απώλειες θα υποστούν οι συνταξιούχοι των ΔΕΚΟ και του ΟΑΕΕ. Μόνο από την περικοπή του μπόνους των 220 ευρώ που εισπράττουν σήμερα 170.000 συνταξιούχοι του πρώην ΤΕΒΕ θα εξοικονομηθούν 200 εκατ. ευρώ. Πάντως, τα ποσοστά αναπλήρωσης έχουν μειωθεί σημαντικά στις μέσες συντάξεις, λόγω των μνημονιακών περικοπών, όπως επισημαίνει και η πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ για το Ασφαλιστικό. Η έκθεση δείχνει ότι το ποσοστό αναπλήρωσης των συντάξεων όσων έχουν χαμηλές αποδοχές στην Ελλάδα ανερχόταν το 2014 στο 66,8%, με μέσο όρο το 74,5%, ενώ για τις μέσες αποδοχές ανερχόταν στο 54,1% (μέσος όρος 63%).
Το σχέδιο Κατρούγκαλου προβλέπει ακόμη να ξεκινήσει η εφαρμογή του νόμου Λοβέρδου του 2010 άμεσα, χωρίς μεταβατικό διάστημα, ώστε η ωρίμαση του συστήματος να έρθει σχεδόν 30 χρόνια νωρίτερα. Αυτό σημαίνει ότι οι μειώσεις των συντάξεων από τον νέο τρόπο υπολογισμού δεν θα είναι της τάξης του 4%, αλλά του 25% τα πρώτα πέντε χρόνια. Οι εργοδοτικοί φορείς που κατέθεσαν τις προτάσεις τους για το Ασφαλιστικό προτάσσουν την ανάγκη μείωσης και όχι αύξησης των εισφορών. Τυχόν αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών, επισημαίνει ο ΣΕΒ, θα οδηγήσει σε αναστολή επενδυτικών σχεδίων, εκτροπή της ανάκαμψης, όξυνση της ανεργίας, αλλά και της εισφοροδιαφυγής και της αδήλωτης εργασίας, και τέλος σε χαμηλότερα εισοδήματα, άμεσα και έμμεσα, μειώνοντας τη συνταξιοδοτική αποταμίευση.
Πηγή: protothema.gr