Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας κατά την εισήγησή του στο υπουργικό συμβούλιο επανέλαβε πως δεν θα υπάρξει ούτε ένα ευρώ περισσότερη λιτότητα.
Παράλληλα εξαπέλυσε επίθεση στον πρόεδρο της ΝΔ Κυριάκο Μητσοτάκη αναφέροντας «περιμένουμε φυσικά να δούμε και την τελική στάση του κ. Μητσοτάκη ο οποίος σήμερα δηλώνει ότι δεν θα ψηφίσει, γιατί ισχυρίζεται πως αυτά τα θετικά μέτρα είναι απλά ψίχουλα. Με αυτή του στάση έχει βρεθεί όμως μπροστά σε ένα αδιέξοδο που δημιούργησε ο ίδιος. Είτε θα αρνηθεί να ψηφίσει τα θετικά μέτρα και θα επαναλάβει το ίδιο λάθος που έκανε τον περασμένο Δεκέμβρη όταν καταψήφισε την παροχή της εφ άπαξ 13ης σύνταξης. Είτε θα τα ψηφίσει, αναγνωρίζοντας ότι αυτά τα μέτρα όχι απλά δεν αποτελούν ψίχουλα αλλά μια ουσιαστική στήριξη προς τους πολίτες αλλά και τις επιχειρήσεις».
Τέλος είπε στους υπουργούς ότι θέλει αποτελεσματικότητα και τους προειδοποίησε πως θα κάνει ο ίδιος επισκέψεις στα υπουργεία.
Η εισήγηση του Πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, στο Υπουργικό Συμβούλιο
Βρισκόμαστε σήμερα, λίγες μέρες μετά την κατάληξη ακόμα μιας κρίσιμης και σκληρής μάχης. Παρά τις δυσκολίες και τις καθυστερήσεις που προκλήθηκαν από παράλογες απαιτήσεις εκ μέρους των δανειστών, καθ’ όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, κατορθώσαμε η τεχνική συμφωνία είναι εν τέλει ισορροπημένη και βιώσιμη.
Και παρά την παράλογη απαίτηση του ΔΝΤ για επιπλέον δημοσιονομικές επιβαρύνσεις μετά τη λήξη του προγράμματος ύψους 4,5 δισ. ευρώ, πετύχαμε μια συμφωνία με μηδενικό δημοσιονομικό αντίκτυπο. Θέλω, όμως, να επισημάνω το εξής, για να μην ξεχνιόμαστε: και η τωρινή συμφωνία δεν παύει να είναι κομμάτι του πλαισίου από το οποίο αγωνιζόμαστε να απεμπλακούμε.
Έχουμε πλήρη συναίσθηση της ευθύνης και απόλυτη επίγνωση της κατάστασης.
Οι δανειστές δεν είναι φίλοι μας. Ούτε έγιναν τον Ιούλιο του ’15, ούτε το Μάη του ’16, ούτε τώρα. Και αυτό δεν είναι ηθικό σχόλιο. Είναι η πραγματικότητα. Οι δανειστές αφενός επιδιώκουν να εξασφαλίσουν τα χρήματα που δάνεισαν στην Ελλάδα και αφετέρου έχουν συγκεκριμένο μοντέλο και στρατηγική για τον τρόπο οργάνωσης της οικονομίας αλλά και της κοινωνίας.
Το μοντέλο αυτό βρίσκεται σε σύγκρουση πολλές φορές με αυτό που εμείς επιδιώκουμε για τη χώρα, για την οικονομία και για την κάλυψη των κοινωνικών αναγκών.
Έχουμε, όμως, ιεραρχήσει τον θεμελιώδη στόχο. Να βγάλουμε τη χώρα από τα μνημόνια. Να τελειώσει οριστικά η περίοδος της ταπεινωτικής επιτροπείας.
Αυτός ο στόχος συνιστά το πρώτιστο αριστερό, προοδευτικό και πατριωτικό καθήκον.
Δεν είμαστε διατεθειμένοι να υλοποιήσουμε αυτό το στόχο όμως, λαμβάνοντας το οποιοδήποτε κόστος. Δεν υπήρξαμε ποτέ θιασώτες της λογικής του «πάση θυσία». Δεν ακούσαμε ποτέ τις φωνές που επανειλημμένα μας καλούσαν να υπογράψουμε ό,τι συμφωνία μάς φέρουν οι θεσμοί.
Για το λόγο αυτό, διαπραγματευτήκαμε σκληρά. Σε κάποια σημεία υποχωρήσαμε, όμως, σε άλλα τόσα, καταφέραμε να κερδίσουμε πράγματα που θα δώσουν ανάσα σε εκατομμύρια συμπολίτες μας.
Η τεχνική συμφωνία που καταλήξαμε βρίσκεται στο πνεύμα της πολιτικής απόφασης του Eurogroup της 7ης Απριλίου, με την τροποποίηση του δημοσιονομικού μείγματος το 2019 και το 2020, με περιοριστικά μέτρα ύψους 1% συν 1% αλλά και ισόποσα μέτρα ελάφρυνσης. Με λίγα λόγια το συνολικό αποτέλεσμα θα είναι ουδέτερο, δηλαδή δεν θα υπάρξει ούτε ένα ευρώ περισσότερη λιτότητα, υπό την προϋπόθεση πάντοτε ότι είμαστε εντός των στόχων του προγράμματος.
Για το 2019 τα περιοριστικά μέτρα στοχεύουν την μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης κατά 1%. Η τεχνική συμφωνία προβλέπει ότι η μεγαλύτερη μείωση δεν μπορεί να ξεπερνά το 18% παρά το γεγονός ότι υπάρχουν προσωπικές διαφορές που υπερβαίνουν ακόμα και το 30% της συνολικής σύνταξης.
Για το 2020 συμφωνήθηκε η εξοικονόμηση 1% του ΑΕΠ να προέλθει από την μείωση του αφορολόγητου ορίου. Το αφορολόγητο θα διαμορφωθεί επομένως το 2020 μεσοσταθμικά στα 5.900 ευρώ.
Στον αντίποδα όμως αυτών, για πρώτη φορά σε κλείσιμο αξιολόγησης, περιγράφονται και τα ισόποσα αντίμετρα για το 2019 και το 2020, υπό την προϋπόθεση ότι το 2018 θα επιτευχθεί ο στόχος για 3,5% πρωτογενές πλεόνασμα.
Η συγκεκριμένη δέσμη αντίμετρων θα κατατεθεί ως ξεχωριστό άρθρο στη Βουλή. Θέλουμε όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης να έχουν τη δυνατότητα να ψηφίσουν έστω αυτό το ευνοϊκό, κομμάτι της συμφωνίας.
Περιμένουμε φυσικά να δούμε και την τελική στάση του κ. Μητσοτάκη ο οποίος σήμερα δηλώνει ότι δεν θα ψηφίσει, γιατί ισχυρίζεται πως αυτά τα θετικά μέτρα είναι απλά ψίχουλα. Με αυτή του στάση έχει βρεθεί όμως μπροστά σε ένα αδιέξοδο που δημιούργησε ο ίδιος. Είτε θα αρνηθεί να ψηφίσει τα θετικά μέτρα και θα επαναλάβει το ίδιο λάθος που έκανε τον περασμένο Δεκέμβρη όταν καταψήφισε την παροχή της εφ άπαξ 13ης σύνταξης. Είτε θα τα ψηφίσει, αναγνωρίζοντας ότι αυτά τα μέτρα όχι απλά δεν αποτελούν ψίχουλα αλλά μια ουσιαστική στήριξη προς τους πολίτες αλλά και τις επιχειρήσεις.
Εκτός, όμως, των μέτρων που αφορούν το δημοσιονομικό κομμάτι, η συμφωνία περιέχει και μια σειρά κομβικών ζητημάτων, στα οποία μετά από σκληρή διαπραγμάτευση, κατορθώσαμε να φτάσουμε σε ένα ικανοποιητικό αποτέλεσμα.
Πρώτα απ’ όλα στα ζητήματα της ενέργειας όπου κατορθώσαμε να παραμείνει η ΔΕΗ υπό δημόσιο έλεγχο και η πώληση μονάδων της να περιοριστεί μονάχα στο 40% των λιγνιτικών μονάδων, δηλαδή περίπου στο 10% της συνολικής παραγωγήςπου ούτως ή άλλως θα βαίνει μειούμενο λόγω των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου.
Στο θέμα των συμβασιούχων, καταφέραμε αφενός να μην περικοπεί ο αριθμός αυτών που επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό και αφετέρου να εισαχθεί ρήτρα εξαίρεσης αυτών που προσλαμβάνονται για την κάλυψη των αναγκών της προσφυγικής κρίσης.
Στο θέμα της δημόσιας περιουσίας, τελικά εντάχθηκαν στην Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας, δημόσιες επιχειρήσειςκαι περιουσία που ανήκαν στο ΤΑΙΠΕΔ και άρα μπορούμε πλέον να εξετάσουμε δυνατότητες αξιοποίησης τους πέρα από την πώληση.
Το άνοιγμα των καταστημάτων τις Κυριακές, εκεί όπου η απαίτηση ήταν η καθολική απελευθέρωση αλλά καταλήξαμε σε ένα πλαίσιο που θα αφορά Κυριακές σε συγκεκριμένες τουριστικές περιοχές.
Όσον αφορά την εξοικονόμηση 0,2% του ΑΕΠ που θα υλοποιηθεί το 2018, αυτή είχε συμφωνηθεί από τον περασμένο Νοέμβριο και επιτυγχάνεται χωρίς κοινωνικό αντίκτυπο.
Καταλήξαμε σε αυτή τη συμφωνία, παραχωρώντας επί της ουσίας μια νομοθετημένη δέσμευση για δημοσιονομικά μέτρα το 2019 και το 2020. Και αυτό το κάναμε διότι ήταν η βέλτιστη δυνατή λύση για να αρθεί το αδιέξοδο που προκαλούσε με τη στάση του το ΔΝΤ.
Και γνωρίζετε πολύ καλά ότι η παρουσία του ΔΝΤ στο πρόγραμμα αποτελούσε τη βασική σταθερά της Γερμανίας, παρά βέβαια τις σοβαρές διαφορές τους στο ζήτημα του χρέους, ενόψει φυσικά και των γερμανικών εκλογών το φθινόπωρο.
Κάναμε αυτή τη δύσκολη πολιτική επιλογή, παίρνοντας ουσιαστικά το εξιτήριο από την επιτροπεία και το τέλος της εποχής των μνημονίων που άφησαν τεράστιες πληγές στη χώρα.
Γιατί μιλάμε για εξιτήριο όμως;
Διότι, η επίτευξη τεχνικής συμφωνίας είναι το πρώτο αποφασιστικό βήμα για να κλείσουμε άμεσα τις άλλες σημαντικές εκκρεμότητες.
Πρώτη και βασική είναι αυτή του χρέους. Ισχύει στο ακέραιο, ότι χωρίς λύση για το χρέος δεν υφίστανται μέτρα. Μέχρι τη συνεδρίαση του Eurogroup στις 22 Μάη, θα πρέπει να έχουν σαφώς περιγραφεί τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος.
Το περίγραμμα των τεχνικών λύσεων είναι άλλωστε αυτό που αποτυπώθηκε στην απόφαση της 24ης Μάη του 2016.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που αναμένουμε είναι μία λύση για το χρέος που θα δημιουργεί ένα καθαρό διάδρομο δεκαετίας για την ελληνική οικονομία και παράλληλα θα καλύπτει τόσο τους Ευρωπαίους όσο και το ΔΝΤ. Γνωρίζουμε όλοι την απόσταση ανάμεσα στο ΔΝΤ και –κυρίως– τη Γερμανία στο συγκεκριμένο θέμα. Όμως η Ελλάδα έχει κάνει όσα της αναλογούν και μένει πλέον όλοι να αναλάβουν τις ευθύνες τους και να πειθαρχήσουν στις αποφάσεις του περασμένου Μάη.
Ο προσδιορισμός των μεσοπρόθεσμών μέτρων για το χρέος, αποτελεί επίσης τη βασική προϋπόθεση ώστε να προχωρήσει και η ένταξη της Ελλάδας στο Πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης της ΕΚΤ. Ήδη οι καθυστερήσεις, λόγω των παράλογων απαιτήσεων κυρίως του ΔΝΤ στη διαπραγμάτευση, έχουν κοστίσει στην ελληνική οικονομία και πρέπει γρήγορα να καλύψουμε το χαμένο έδαφος.
Το κλείσιμο της αξιολόγησης κλείνει ένα σημαντικό κύκλο της διακυβέρνησης μας.
Η παράταση των διαπραγματεύσεων, δέσμευσε χρόνο και φαιά ουσία από τα περισσότερα υπουργεία, που υπό συνθήκες ομαλότητας θα μπορούσαν να παράξουν πολύ πιο αποτελεσματικά, έργο.
Και θέλω να είμαι καθαρός: Δεν υπάρχει πλέον για κανέναν ανάμεσα μας, το άλλοθι της διαπραγμάτευσης. Το κυβερνητικό έργο δεν μπορεί να καθυστερεί. Από την επόμενη μέρα και της τυπικής ολοκλήρωσης της αξιολόγησης, ξεκινάμε την υλοποίηση του στρατηγικού μας σχεδιασμού. Ενός σχεδιασμού που ξεδιπλώνεται σε ορίζοντα εξαετίας. Τα δύο χρόνια μέχρι τις επόμενες εκλογές το Σεπτέμβριο του 2019 αλλά και η τετραετία που θα ακολουθήσει αυτή την αναμέτρηση, η οποία θα είναι η πρώτη περίοδος μετά από μια δεκαετία που μια ελληνική κυβέρνηση θα μπορεί να υλοποιήσει έργο εκτός της μέγγενης της επιτροπείας.
Έχουμε καταφέρει ήδη αρκετά, παρά το περιοριστικό δημοσιονομικό πλαίσιο και την αβεβαιότητα, όμως, πλέον έχει έρθει η ώρα να κάνουμε ακόμα περισσότερα. Έχοντας μέθοδο, ιεραρχήσεις, χρονοδιαγράμματα, στρατηγικό σχέδιο.
Αναλάβαμε το Σεπτέμβριο του 2015 μια εντολή: Να είμαστε εμείς αυτοί που θα διασφαλίσουμε την ομαλή και αμετάκλητη έξοδο της χώρας από την περίοδο των μνημονίων και της επιτροπείας.
Αυτή την εντολή την τιμούμε και ο Σεπτέμβρης του 2018 θα σημάνει την οριστική υλοποίηση της.
Έχουμε όμως πολλά να κάνουμε τόσο πριν όσο και μετά από το ορόσημο του τέλους του προγράμματος.
Υπάρχει μπροστά μας μια διετία σταθερής αναπτυξιακής πορείας. Ο κύκλος της ύφεσης και της αβεβαιότητας, όμως, δεν θα κλείσει απλά επειδή κλείνει η αξιολόγηση και ρυθμίζεται το χρέος. Χρειάζεται σκληρή δουλειά, σοβαρός προγραμματισμός και συντονισμός, ιεραρχήσεις αλλά και συγκρούσεις.
Το βασικό και κεφαλαιώδες ζήτημα της επόμενης περιόδου είναι η αύξηση των θέσεων εργασίας και η σταδιακή μείωση της ανεργίας στα επίπεδα του μ.ο. της ΕΕ σε μια πενταετία. Μέσα από νέες επενδύσεις, είτε αυτές είναι μεγάλης κλίμακας, είτε, όμως, και μικρότερης μέσα από συνεργατικά σχήματα, την κοινωνική οικονομία, τη νεοφυή επιχειρηματικότητα. Θέσεις εργασίας, όμως, που θα έχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Θέσεις μόνιμης και σταθερής εργασίας, με αξιοπρεπή αμοιβή και ασφαλιστικά δικαιώματα.
Διότι η μάχη που δώσαμε και κερδίσαμε για την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, δεν ήταν συμβολική. Είναι πυρηνικό στοιχείο της στρατηγικής μας να αρθεί μία από τις βασικές επιδιώξεις των μνημονίων που είναι η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας. Στόχος μας είναι η σταδιακή ανατροπή της σχέσης ανάμεσα στις θέσεις μερικής και πλήρους εργασίας.
Και πέρα από το δικό μας ζήτημα αρχής και ιδεολογίας, η δημιουργία θέσεων πλήρους και σταθερής εργασίας, είναι και ζήτημα αποτελεσματικού σχεδιασμού μιας οικονομίας που επιδιώκει να αυξάνει τον παραγόμενο πλούτο και να διατηρεί ρυθμούς μεγέθυνσης σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.
Ανακύκλωση της επισφάλειας και της ανεργίας σημαίνει ανακύκλωση της οικονομικής καχεξίας και είναι βασική συνισταμένη της ύφεσης. Σταθερές και αξιοπρεπώς αμειβόμενες θέσεις εργασίας, ευνοούν τη βελτίωση της παραγωγικότητας, αυξάνουν το επίπεδο διαβίωσης, ενισχύουν την ιδιωτική κατανάλωση και φυσικά δίνουν μεγάλη ανάσα στα ασφαλιστικά ταμεία.
Έχουμε καταφέρει ήδη:
– να περιορίσουμε σχεδόν κατά 4% την ανεργία
– να έχουν δημιουργηθεί 170.000 νέες θέσεις εργασίας από τη μέρα που αναλάβαμε
– να καταγραφεί, για πρώτη φορά το Μάρτιο, ότι είναι σχεδόν ίσες οι νέες προσλήψεις μόνιμης εργασίας σε σχέση με τις εκ περιτροπής
– να έχει περιοριστεί η αδήλωτη εργασία στο 13% όταν βρισκόταν στα επίπεδα του 20% πριν το 2015.
Κινούμαστε αναμφισβήτητα σε σωστή κατεύθυνση, όμως βρισκόμαστε ακόμα μακριά από τους στόχους μας δεδομένης της καταστροφής που παραλάβαμε.
Δεύτερος κόμβος, απολύτως αλληλένδετος με τον πρώτο είναι το ζήτημα των επενδύσεων.
Έχουν ήδη μπει οι βάσεις για να καρποφορήσει η προσπάθεια μας στον τομέα αυτό.
Ψηφίσαμε έναν σοβαρό φιλοεπενδυτικό αναπτυξιακό νόμο, έχουμε αξιοποιήσει στο έπακρο τα διαθέσιμα χρήματα από τα ευρωπαϊκά ταμεία και το ΕΣΠΑ και ενισχύουμε ακόμα παραπάνω το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων.
Η εμπέδωση της σταθερότητας που φέρει το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης είναι το σήμα για ένα αναγκαίο ισχυρό επενδυτικό κύμα που θα δώσει αναπτυξιακή ώθηση στην οικονομία.
Το τρίτο κομβικό σημείο της δουλειάς μας είναι η ανασυγκρότηση του κοινωνικού κράτους.
Έχουν ήδη γίνει εμβληματικές παρεμβάσεις:
– Η πρόσβαση των 2,5 εκ. ανασφάλιστων στην Υγεία
– Η ανασυγκρότηση του ΕΣΥ
– Οι προσλήψεις σε νοσηλευτικό και ιατρικό προσωπικό
– Η θέσπιση του Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης
– Η απρόσκοπτη λειτουργία των σχολείων στην αρχή του σχολικού έτους για πρώτη φορά τον καιρό της κρίσης.
Υπάρχουν, όμως, ακόμα περισσότερα να γίνουν. Θα σταθώ σε δύο κομβικά σημεία.
Τη μεταρρύθμιση που αφορά την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, που συνιστά μια αναγκαία τομή σε ένα κλάδο που βρέθηκε στο στόχαστρο της επιθετικής λιτότητας ήδη πριν από το 2010.
Την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, η οποία πρέπει να φέρει τον άνεμο της προοδευτικής αλλαγής στην Παιδεία, στον αντίποδα των αποτυχημένων και, θα συμπλήρωνα, αντιδραστικών νομοθετημάτων των περασμένων ετών που βρήκαν απέναντι τους σύσσωμη την εκπαιδευτική κοινότητα.
Το τέταρτο σημείο, αφορά τη μεταρρύθμιση στην Τοπική Αυτοδιοίκηση.
Ο Καλλικράτης, αποδεδειγμένα παρήγαγε περισσότερες στρεβλώσεις από αυτές που υποτίθεται ότι θα έλυνε. Στόχος μας είναι η Τοπική Αυτοδιοίκηση να λειτουργεί με τη μέγιστη δημοκρατική νομιμοποίηση, με λογοδοσία στις τοπικές κοινωνίες, με διαφάνεια και φυσικά με τη βέλτιστη αποτελεσματικότητα.
Σε αυτή την κατεύθυνση θα κάνουμε τις απαραίτητες παρεμβάσεις που έχω την πεποίθηση ότι τόσο για τους πολίτες όσο και για τους ανθρώπους της τοπικής αυτοδιοίκησης που πραγματικά έχουν έγνοια για τον τόπο τους, θα είναι ευεργετικές.
Το τελευταίο σημείο αφορά τη Συνταγματική Αναθεώρηση.
Γνωρίζαμε ήδη από τα χρόνια της αντιπολίτευσης την ανάγκη για σημαντικές θεσμικές τομές. Η κυβερνητική εμπειρία, απλά υπογράμμισε ακόμα περισσότερο αυτή την ανάγκη.
Απαιτούνται βαθιές δημοκρατικές και προοδευτικές τομές. Ένα πιο σύγχρονο, πιο λειτουργικό, πιο δημοκρατικό Σύνταγμα, που θα διαφυλάσσει κοινωνικά αγαθά, κατακτήσεις και ελευθερίες, οφείλει να είναι επιδίωξη μας.
Έχουμε το χρόνο και τις δυνατότητες ώστε να γίνει η πλατύτερη και συμμετοχικότερη διαβούλευση στα χρονικά του σύγχρονου Ελληνικού κράτους.
Η Συνταγματική αναθεώρηση δεν μπορεί να περιοριστεί στις επιδιώξεις ενός ή δύο κομμάτων και παρατάξεων. Είναι και υπόθεση των ζωντανών δυνάμεων της κοινωνίας, των ανθρώπων της επιστήμης, της εργασίας, του πολιτισμού, της διανόησης.
Διότι αυτή είναι ίσως η κρισιμότερη περίοδος. Μια περίοδος που η Ελλάδα θα πρέπει να σταθεί στα πόδια της, να γίνει μια κανονική Ευρωπαϊκή χώρα που θα έχει ανακάμψει από την κρίση και θα μπορεί να κάνει άλματα σε ένα μέλλον κοινωνικής δικαιοσύνης και ευημερίας.
Κλείνω με μια προσωπική δέσμευση:
Από την επόμενη εβδομάδα, θα επισκεφθώ κάθε Υπουργείο ξεχωριστά για να λάβω σαφή εικόνα περί των πεπραγμένων αλλά και του σχεδιασμού. Είναι μια κίνηση απαραίτητη που νομίζω θα βοηθήσει στην καλύτερη και αποδοτικότερη λειτουργία της κυβέρνησης. Τα χρονοδιαγράμματα των επισκέψεων είναι άλλωστε ήδη έτοιμα, από τον Χ. Βερναρδάκη.
Θέλω να πω σε όλους καλή δύναμη και ότι τα καλύτερα είναι μπροστά μας αρκεί να δίνουμε καθημερινά κάθε ικμάδα των δυνάμεων μας ώστε να φανούμε αντάξιοι της ευθύνης που μας εμπιστεύτηκε ο πολύπαθος αλλά περήφανος λαός μας.