Τα λάθη, τα κενά στις έρευνες των αστυνομικών αρχών, ο τρόπος στρατολόγησης τζιχαντιστών από την Ευρώπη, ο «συναγερμός» που δε σήμανε ποτέ έπειτα από τα πρώτα «κρούσματα» τρόμου και οι οδηγίες των τζιχαντιστές στους επίδοξους μαχητές της Δύσης, αναλύονται σε ένα εκτενές ρεπορτάζ των New York Times και της δημοσιογράφου Ρουκμίνι Καλιμάκι, η οποία σε παλαιότερη έρευνά της είχε αναπτύξει τη «θρησκεία του βιασμού» σχετικά με τις σκλάβες του σεξ με θύματα τις γυναίκες των Γεζίντι.
Όπως εξηγεί στην Αμερικανίδα δημοσιογράφο ο απόστρατος του αμερικανικού στρατού, Μάικλ Τ. Φλιν «δεν έγιναν όλα ξαφνικά τους τελευταίους έξι μήνες», αλλά το Ισλαμικό Κράτος «ετοίμαζε επιθέσεις στο εξωτερικό από τη στιγμή που η οργάνωση μεταφέρθηκε στη Συρία το 2012».
Άλλωστε, όπως εξηγεί η Καλιμάκι το Ισλαμικό Κράτος είχε αρχίσει από τότε να στρατολογεί ξένους μαχητές, κυρίως από την Ευρώπη, τη στιγμή που οι ευρωπαϊκές και αμερικανικές αρχές υποτιμούσαν τη δύναμη της τρομοκρατικής οργάνωσης θεωρώντας πως αποτελεί απλώς ένα παρακλάδι της Αλ Κάιντα με στόχο να κερδίσει και να κυριαρχήσει σε εδάφη.
Όπως επισημαίνει το ρεπορτάζ οι πρώτες ενδείξεις, οι οποίες πέρασαν σχεδόν απαρατήρητες από τις αρμόδιες αρχές, που καταδείκνυαν την πρόθεση των τζιχαντιστών να διευρύνουν το αιματηρό στίγμα τους στην Ευρώπη, ήταν ο εντοπισμός στην Ελλάδα ενός 23χρονου Γάλλου που επέστρεφε από τη Συρία.
Ήταν 3 Ιανουαρίου του 2014 όταν η ΕΛ.ΑΣ σταμάτησε ένα ταξί στην Ορεστιάδα σε απόσταση μικρότερη από τα επτά χλμ. από τα τουρκικά σύνορα, στο οποίο επέβαινε ο 23χρονος Ιμπραήμ Μπουντίνα.
Στις αποσκευές του οι αστυνομικοί βρήκαν 1.500 ευρώ και ένα εγχειρίδιο στα γαλλικά με τίτλο: «Πως να φτιάξετε χειροποίητες βόμβες στο όνομα του Αλλάχ», όμως, καθώς δεν υπήρχε ένταλμα σύλληψης εναντίον του στην Ευρώπη, οι ελληνικές αρχές τον άφησαν ελεύθερο σύμφωνα με στοιχεία της δικογραφίας από τις έρευνες των Γαλλικών αρχών.
Βέβαια, ο Μπουντίνα βρισκόταν ήδη σε λίστα υπόπτων στην Γαλλία και ήταν ένας από τους 22 άνδρες που είχαν ριζοστικοποιηθεί σε ένα τζαμί στις Κάννες, όπως γράφει η Καλιμάκι.
Όπως αναφέρει το ρεπορτάζ, βέβαια, οι Γάλλοι αξιωματούχοι όταν ενημερώθηκαν για τον εντοπισμό του στην Ελλάδα, παρακολουθούσαν ήδη τους φίλους και τους συγγενείς του. Λίγες εβδομάδες αργότερα, η μητέρα του Μπουντίνα έλαβε ένα τηλεφώνημα από την Συρία, στο οποίο ένας άγνωστος της έλεγε ότι ο γιος της βρισκόταν σε αποστολή. Τελικά, οι αστυνομικές αρχές κάνοντας επιδρομή στο σπίτι του Μπουντίνα, τον συνέλαβαν στις 11 Φεβρουαρίου του 2014. Κατά την έρευνα των τοπικών αρχών βρέθηκαν στην κατοικία του τρία κουτάκια αναψυκτικού γεμάτα με 600 γρ. TATP, το οποίο είναι το ίδιο εκρηκτικό που χρησιμοποιήθηκε από τους τζιχαντιστές για να αιματοκυλίσουν το Παρίσι και τις Βρυξέλλες.
Οι πρώτες απειλές που δεν αξιολογήθηκαν
Πώς, όμως, οι τζιχαντιστές κατάφεραν να «χτυπήσουν» στην καρδιά της Γαλλίας και του Βελγίου δίχως να έχουν γίνει αντιληπτά τα βήματά τους; Σύμφωνα με τους New York Times οι ενδείξεις για τις επιθέσεις υπήρχαν ήδη από το 2014 αλλά δεν αξιολογήθηκαν καταλλήλως.
Εξάλλου, ο Μπουντίνα ήταν ο πρώτος Ευρωπαίος πολίτης που ταξίδεψε στη Συρία, έγινε μέλος του Ισλαμικού Κράτους και επέστρεψε στην πατρίδα του με σκοπό να θέσει σε εφαρμογή τα αιματηρά πλάνα του. Εντούτοις, οι διασυνδέσεις του με άλλους μαχητές της τρομοκρατικής οργάνωσης δεν διερευνήθηκαν.
Σε ένα ηχητικό μήνυμα προς τους Δυτικούς, που δόθηκε στην δημοσιότητα στις 22 Σεπτεμβρίου 2014, ο Αμπού Μουχάμαντα αλ-Αντνάνι, δήλωνε εκπρόσωπος του Ισλαμικού Κράτους και επικεφαλής των εξωτερικών επιθέσεων απειλώντας ότι θα «χτυπήσουμε μέσα στις χώρες σας».
Ο αλ-Αντνανί καλούσε όλους τους μουσουλμάνους να ξεσηκωθούν και να σκοτώσουν όσους περισσότερους Ευρωπαίους μπορούσαν κυρίως τους «μοχθηρούς και βρωμερούς» Γάλλους.
Μάλιστα, ζητούσε από τους «φίλους» του Ισλαμικού Κράτους να «σπάσουν τα κεφάλια» των Γάλλων «με μία πέτρα, ή να τους σφάξουν με μαχαίρι, ή να περάσουν από πάνω τους με το αυτοκίνητο».
Τους μήνες που ακολούθησαν από το πρώτο μήνυμα, ένας άνδρας αποκεφάλισε τον εργοδότη τους κοντά στην Λυών της Γαλλίας, στέλνοντας, μάλιστα, την εικόνα του κεφαλιού στο Ισλαμικό Κράτος, ενώ ένας ακόμα εισέβαλε σε αστυνομικό τμήμα στο Παρίσι κρατώντας χασαπομάχαιρο και μία φωτοτυπία από τη σημαία του Ισλαμικού Κράτους.
Καθώς, όμως, τα περιστατικά ήταν λίγα και συνήθως οι δράστες είχαν ιστορικό ψυχολογικών προβλημάτων, οι αστυνομικές αρχές δεν «έβλεπαν» άμεση σχέση με τις απειλές του Ισλαμικού Κράτους.
Η στρατολόγηση των τζιχαντιστών
Μέχρι τις αρχές του 2015, το Ισλαμικό Κράτος απασχολούσε προσωπικό στη Συρία για την προπαγάνδα στο εξωτερικό με σκοπό να προσελκύσει «μοναχικούς λύκους» αλλά και νέα στελέχη.
Ανάμεσα σε εκείνους που απάντησαν θετικά στο κάλεσμα του τρόμου ήταν και Ρέντα Χαμέ, ο οποίος ήταν έμπειρος στην πληροφορική και ζούσε στο Παρίσι.
Εγκατέλειψε, λοιπόν, τη Γαλλία για να μεταβεί στη Συρία τον Ιούνιο του 2015 και να ενταχθεί στους κόλπους του Ισλαμικού Κράτους, για να πολεμήσει κατά του Σύρου προέδρου Μπασάρ Αλ Άσαντ, όπως είπε αργότερα στις γαλλικές αρχές μετά τη σύλληψή του.
Ο νεαρός λίγες ημέρες αργότερα συνάντησε τον άνδρα που θα αποδεικνυόταν ο «εγκέφαλος» των τρομοκρατικών επιθέσεων της 13ης Νοεμβρίου στο Παρίσι.
Ο Αμπντελχαμίντ Αμπαούντ συνάντησε με απόλυτη μυστικότητα τον Χαμέ, λέγοντας του ότι αν πολεμούσε τους εχθρούς του Ισλάμ θα ανταμειβόταν διπλά στον Παράδεισο.
«Με ρώτησε αν με ενδιέφερε να ταξιδέψω στο εξωτερικό. Μου ζήτησε να φανταστώ μία συναυλία ροκ σε μία ευρωπαϊκή πόλη και με ρώτησε αν μου έδιναν ένα όπλο, θα ήμουν έτοιμος να ανοίξω πυρ ενάντια στο πλήθος;», δήλωσε ο Χαμέ στην ανάκρισή του στη γαλλική αστυνομία.
Όταν τελικά ο Γάλλος του απάντησε πως ήθελε να πολεμήσει κατά του Άσαντ, ο Αμπαούντ απότομα του είπε ότι θα του έδειχνε τους τραυματίες πολέμου για να του αποδείξει πόσο τυχερός θα ήταν αν ταξίδευε στο εξωτερικό από το να παραμείνει στη Συρία.
Έπειτα από απειλές, τελικά ο Χαμέ δέχθηκε την αποστολή του και τότε ξεκίνησε η εκπαίδευσή του με Καλάνσικοφ.
Όμως, όταν ο Αμπαούντ μετέφερε τον Χαμέ και έναν ακόμα επίδοξο μαχητή στα σύνορα με την Τουρκία, με στόχο να επιτεθούν στην Ευρώπη, ο δεύτερος άνδρας συνελήφθη αποκαλύπτοντας τα σχέδια του «συντρόφου» του.
Οι γαλλικές αρχές εντόπισαν τον Χαμέ στο διαμέρισμα της μητέρας του στο Παρίσι, τον συνέλαβαν και στην κατοχή του βρέθηκαν ένα USB με οδηγίες από το Ισλαμικό Κράτος.
Τρεις μήνες μετά, ο χειρότερος εφιάλτης των Γάλλων έγινε πραγματικότητα με τις επιθέσεις στο Παρίσι.
Πώς οι τζιχαντιστές έφτασαν στην Ευρώπη
Οι τζιχαντιστές μετά την εκπαίδευσή τους στη Συρία επέστρεφαν σταδιακά στην Ευρώπη, είτε ένας-ένας, είτε δύο-δύο κάθε δύο ή τρεις μήνες από το 2014 και τις αρχές του 2015.
Όπως οι τρομοκράτες σκόρπισαν το θάνατο σε Παρίσι και Βρυξέλλες, όλοι από τους μαχητές που επέστρεψαν στην Ευρώπη ήταν γαλλόφωνοι, ενώ οι περισσότεροι ήταν Γαλλοι ή Βέλγοι πολίτες, ενώ μαζί τους βρίσκονταν και μερικοί μετανάστες από τις πρώην γαλλικές αποικίες, όπως το Μαρόκο.
Κάποιοι από αυτούς συνελήφθησαν σε Ιταλία, Ισπανία, Βέλγιο, Γαλλία, Ελλάδα, Τουρκία και Λίβανο, ενώ σχεδίαζαν επιθέσεις σε επιχειρήσεων Εβραίων, αστυνομικά τμήματα και ένα καρναβάλι.
Στην κατοχή τους βρέθηκαν μαχαίρια και αυτόματα όπλα, ασύρματοι και κινητά τηλέφωνα, καθώς και χημικά με τα οποία θα κατασκεύαζαν τα εκρηκτικά τύπου TATP.
Πολλοί από αυτούς απέτυχαν να εκπληρώσουν το στόχο τους, αλλά παράλληλα, οι αρμόδιες αρχές απέτυχαν με τη σειρά τους να συνδέσουν τους συλληφθέντες με τους μαχητές του Ισλαμικού Κράτους.
Μία από αυτές τις περιπτώσεις ήταν και εκείνη του Μεχντί Νεμούς, ο οποίος έφυγε από τη Συρία και πέρασε μέσω Φρανκφούρτης στις Βρυξέλλες, όπου στις 24 Μαΐου 2014 άνοιξε πυρ μέσα στο Εβραϊκό Μουσείο στο Βέλγιο σκοτώνοντας 4 ανθρώπους.
Ωστόσο, ακόμα και όταν η αστυνομία βρήκε ένα βίντεο που είχε στην κατοχή του, όπου αναλάμβανε την ευθύνη της επίθεσης έχοντας δίπλα του τη σημαία του Ισλαμικού Κράτους, η αναπληρώτρια εισαγγελέας του Βελγίου, Ινε Βαν Βιμερς, είχε απορρίψει κάθε επαφή με την τρομοκρατική οργάνωση, υποστηρίζοντας ότι ο Νεμούς ήταν «μοναχικός λύκος».
Όλα αυτά και άλλες ενδείξεις που οι γαλλικές και βελγικές αρχές θα μπορούσαν να είχαν λάβει υπόψη τους, αναλύονται στο μακροσκελές κείμενο των New York Times, αποκαλύπτοντας πως οι αρμόδιες υπηρεσίες στην Ευρώπη θα μπορούσαν να είχαν αποτρέψει τα φονικά «χτυπήματα» των τζιχαντιστών πριν σκορπίσουν το θάνατο σε εκατοντάδες αθώων ανθρώπων.