Αντιμέτωποι με έναν ακόμα φόρο θα βρεθούν οι ιδιοκτήτες ακινήτων από τον Ιανουάριο του 2017, όταν και έχει προγραμματιστεί να ενεργοποιηθεί ο «φόρος υπεραξίας» έπειτα από την διετή αναστολή του.
Οι προθέσεις της κυβέρνησης για το φόρο ακόμα δεν έχουν γίνει γνωστές.
Υπενθυμίζεται ότι ο φόρος υπεραξίας επιχειρήθηκε να εφαρμοστεί και το 2014, ωστόσο εντέλει αποφασίστηκε η αναστολή του για δύο χρόνια και συγκεκριμένα έως το τέλος του 2016, εν μέσω σωρείας αντιδράσεων από φορείς της αγοράς ακινήτων και δυσκολίας υπολογισμού του.
Με βάση τις τελευταίες διατάξεις που ίσχυαν πριν από την επιβολή της αναστολής, ο φόρος υπεραξίας επιβάλλεται στους πωλητές ακινήτων τα οποία αποκτήθηκαν μετά το 1995 και υπολογίζεται στη διαφορά μεταξύ της τιμής κτήσης (λαμβάνεται υπόψη η αντικειμενική τιμή που ίσχυε τότε) και της τιμής πώλησης του ακινήτου.
Συγκεκριμένα, αν το ακίνητο ήταν αντικειμενικής αξίας π.χ. 100.000 ευρώ όταν αποκτήθηκε και σήμερα πωλείται αντί 150.000 ευρώ, ο πωλητής θα κληθεί να πληρώσει φόρο 15% επί της διαφοράς αυτής των 50.000 ευρώ, ύστερα από κάποια απομείωση που θα προκύψει, ανάλογα με τα έτη διακράτησης του ακινήτου.
Για παράδειγμαεφόσον ο φορολογούμενος έχει διακρατήσει το ακίνητο που πωλεί για περισσότερα από πέντε έτη, η υπεραξία είναι αφορολόγητη μέχρι του ποσού των 25.000 ευρώ. Το ποσοστό της απομείωσης με βάση τα έτη διακράτησης μπορεί να ανέλθει ακόμη και σε 40%.
Ο αγοραστής απ’ την πλευρά του κατά τη συναλλαγή θα καλείται να πληρώνει και φόρο μεταβίβασης 3% επί της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου.
Ο φόρος θα παρακρατείται από τον συμβολαιογράφο και θα αποδίδεται εντός πέντε εργάσιμων ημερών από την υπογραφή του συμβολαίου, η οποία κατατίθεται αποκλειστικά στην τράπεζα έκδοσης της τραπεζικής επιταγής.
Από τον φόρο εξαιρούνται όλα τα ακίνητα που έχουν περιέλθει στην κατοχή των ιδιοκτητών τους πριν από τις 31/12/1994, παρά τις αρχικές προβλέψεις, καθώς διαπιστώθηκε ότι θα προέκυπταν τεράστιες επιβαρύνσεις σε ανθρώπους που πολλές φορές πωλούν όχι για να αποκομίσουν κάποιο κέρδος, αλλά για να καλύψουν άλλες υποχρεώσεις τους, όπως χρέη προς την εφορία ή προς τις τράπεζες. Για τα ακίνητα που δεν προκύπτει η τιμή κτήσης, η τιμή πώλησης αποπληθωρίζεται με βάση τον δείκτη τιμών κατοικιών των ετών που διακρατήθηκαν και ο οποίος δημοσιεύεται από την ΤτΕ.
Όπως εύλογα αντιλαμβάνεται κανείς, η σοβαρή αυτή εκκρεμότητα του φόρου υπεραξίας κινδυνεύει να περιορίσει ακόμη περισσότερο τις ούτως ή άλλως λιγοστές συναλλαγές στην αγορά ακινήτων έως ότου ρυθμιστεί το ζήτημα, είτε με κάποια νέα παράταση είτε με την έναρξη ισχύος του φόρου από το νέο έτος.
Πηγή: newmoney.gr